Τις «ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης»είχε θέμα η προχτεσινή συνάντηση της αναπληρώτριας υπουργού Εργασίας, Ρ. Αντωνοπούλου, με τους εκπροσώπους των «θεσμών». Σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά, η αρμόδια υπουργός παρουσίασε τριετές σχέδιο για την απασχόληση, ανοίγοντας την αυλαία μιας συζήτησης που θα συντηρείται το επόμενο διάστημα.
Η κυβέρνηση διακηρύττει ως στόχο τη μείωση της ανεργίας κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να περιοριστεί το ποσοστό της στο 18%, από 23% που είναι σήμερα, με τη δημιουργία 100.000 - 150.000 θέσεων εργασίας ετησίως (300.000 - 450.000 στην τριετία 2018 - 2020), μέσα από την προώθηση «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης». Πιο συγκεκριμένα, το σχέδιο προβλέπει 50.000 - 75.000 θέσεις ετησίως μέσα από προγράμματα «κοινωφελούς εργασίας» και άλλες τόσες μέσα από προγράμματα που θα στοχεύουν σε νέους ανέργους (22 - 29 ετών) με υψηλά προσόντα και μακροχρόνια ανέργους ηλικίας άνω των 55 ετών.
Οσον αφορά τους πόρους για την υλοποίηση του προγράμματος, αναζητούνται «εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης», με την κυβέρνηση να προσανατολίζεται στην Παγκόσμια Τράπεζα για «τεχνική και οικονομική βοήθεια», πιθανότατα μέσα από δανεισμό. Που σημαίνει ότι τα κονδύλια για τη στήριξη του προγράμματος θα κληθούν να τα ξεπληρώσουν εργαζόμενοι και άνεργοι, με ένταση της φορολογίας και περικοπές στις κρατικές δαπάνες, που αφορούν στοιχειώδεις κοινωνικές και προνοιακές ανάγκες.
Κυβέρνηση και κουαρτέτο ομονοούνσε ό,τι αφορά τα μέτρα και τις πολιτικές για την «ανάσχεση της ανεργίας» και την προώθηση των «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης». Η συμφωνία τους δεν πηγάζει βέβαια από το ενδιαφέρον τους για τους ανέργους και τα προβλήματά τους, αλλά έγκειται στην αξιοποίηση των σχετικών προγραμμάτων ως εργαλείων πολλαπλά χρήσιμων στην υλοποίηση της πολιτικής που επιτίθεται στα δικαιώματα εργαζομένων και ανέργων, στηρίζοντας την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων.
Μέσα από τα προγράμματα που σχεδιάζονται και υλοποιούνται κάτω από το γενικό τίτλο των «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης», χιλιάδες άνεργοι δουλεύουν με μισθούς - ψίχουλα, στερημένοι από στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, σε θέσεις εργασίας με ημερομηνία λήξης. Η ανεργία, που η κυβέρνηση και οι εταίροι της εμμέσως παραδέχονται πως θα συνεχίσει να κινείται σε πολύ μεγάλα ποσοστά, ακόμα κι αν δεν αντιστραφεί η πορεία της οικονομίας προς μια νέα συρρίκνωση του ΑΕΠ, μοιράζεται και ξαναμοιράζεται, «ανακυκλώνεται» και εναλλάσσεται με σύντομα διαστήματα κακοπληρωμένης δουλειάς.
Οι επιχειρηματικοί όμιλοι εφοδιάζονται με πολύ φθηνό, ακόμα και εντελώς δωρεάν, εργατικό δυναμικό. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, τα σχετικά προγράμματα αναλαμβάνουν να τους εξασφαλίσουν ακόμα και εργαζόμενους με υψηλή ειδίκευση και εργασιακή εμπειρία, χωρίς το «μισθολογικό» και «μη μισθολογικό κόστος» που θα συνεπαγόταν η πρόσληψή τους χωρίς την επιδότηση του κράτους.
Τα προγράμματα αυτά, πέρα από το να εξασφαλίζουν φτηνότερη εργασία στους επιχειρηματικούς ομίλους και να επεκτείνουν την ευελιξία στην αγορά εργασίας, αξιοποιούνται και ως μέσο πίεσης σε εργαζόμενους και ανέργους να χαμηλώσουν κι άλλο την απαιτητικότητά τους, να συμβιβαστούν με την περιπλάνηση από την ανεργία στη βραχύχρονη απασχόληση, να εξαρτώνται από τις κρατικές δομές ανακύκλωσης της φτώχειας και της ανεργίας για μια θέση εργασίας λίγων μηνών, με αμφίβολα εισοδήματα και τελικά να εγκαταλείπουν ακόμα και την ιδέα της διεκδίκησης μόνιμης και σταθερής δουλειάς, με πλήρη δικαιώματα, ή για ουσιαστική προστασία των ανέργων, μέσα από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τις Επιτροπές Ανέργων των σωματείων. Ετσι, το κεφάλαιο βγαίνει πολλαπλά κερδισμένο, με την καθοριστική στήριξη του κράτους.
Σχετικά προγράμματα εφαρμόζονταιαπ' όλες τις κυβερνήσεις εδώ και χρόνια, στην ΕΕ και στη χώρα μας. Τέτοια είναι, για παράδειγμα, τα προγράμματα που έχει εξαγγείλει ο ΟΑΕΔ για το πρώτο τρίμηνο του 2017 και προβλέπουν περίπου 40.000 θέσεις «κοινωφελούς εργασίας», η οποία κατέχει τα πρωτεία, με δεκάδες χιλιάδες κακοπληρωμένους, προσωρινούς εργαζόμενους να «μπαλώνουν» τα κενά και τις ελλείψεις σε δημόσιους οργανισμούς και υπηρεσίες. Δήμοι, νοσοκομεία, δομές για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες εξαρτούν όλο και περισσότερο τη λειτουργία τους από τους προσωρινούς αυτούς εργαζόμενους.
Αντίστοιχα, γνωστά είναι τα προγράμματα «κατάρτισης και πιστοποίησης» ανέργων. Χαρακτηριστικό δείγμα είναι το πρόγραμμα που «τρέχει» αυτήν την περίοδο, με 23.000 «ωφελούμενους» ανέργους, 29 - 64 ετών, που θα εργαστούν για 500 ώρες σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε «κλάδους αιχμής» της οικονομίας. Η αμοιβή τους, όμως, και σε αντίστοιχα προγράμματα που έχουν υλοποιηθεί τόσο από τη σημερινή όσο και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, περιορίζεται σε τέσσερα ευρώ την ώρα. Η δουλειά τους βαφτίζεται «πρακτική άσκηση», τη στιγμή που μπορεί να διαθέτουν πτυχία, ειδίκευση και σημαντική προϋπηρεσία.
Τέλος, ανάμεσα στις εξαγγελίες του ΟΑΕΔ, ξεχωριστή σημασία έχει το σχεδιαζόμενο πρόγραμμα επιχορήγησης επιχειρήσεων για την απασχόληση 10.000 βραχυχρόνια ανέργων. Το πρόγραμμα θα απευθύνεται σε ανέργους οι οποίοι λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και θα κληθούν να το μετατρέψουν σε «επιδότηση απασχόλησης».
Εξάλλου, το «ψαλίδισμα» του επιδόματος ανεργίας και των έτσι κι αλλιώς λιγοστών δικαιούχων του αντανακλά με τον πιο σαφή τρόπο το πνεύμα των «ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης». Πρόκειται για τις πολιτικές που ενοχοποιούν τον άνεργο για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται και ισχυρίζονται προσχηματικά ότι τα επιδόματα «παθητικοποιούν» τους ανέργους, σπρώχνοντας στα ταμεία των επιχειρηματικών ομίλων και την τελευταία δεκάρα που πληρώνουν οι εργαζόμενοι στον ΟΑΕΔ μέσα από τις κρατήσεις τους.