Τον Δεκέμβριο του '67, μέσα στα πρώτα χρόνια της χούντας, ο Ρένος Αποστολίδης γράφει 23 μικρά διηγήματα. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει διακριτικά αυτό με τον ταπεινό τίτλο «Οι καθαρίστριες», γραμμένο για τις γυναίκες που «όπου πατούσε ανθρώπου πόδι, χρόνια και χρόνια, πέρασε χέρι ανθρώπου, και πέρασε πανί, κ' έσταξε ιδρώτας».Ένα κείμενο αφιερωμένο σε αυτές τις ανώνυμες εργάτισσες της «πάστρας και της λάτρας» που κλείνει στις τελευταίες του αράδες με την απόφαση ενός εισαγγελέα που ένα πρωί «σήκωσε τον καθαροπλυμένο κοντυλοφόρο του, βούτηξε στο καινούργιο μελάνι, κ' έγραψε: ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΕΩΣ, Κατά παντός ενεργήσαντος αυτοβούλως...».
Στο διήγημα του Ρένου Αποστολίδη οι καθαρίστριες συλλαμβάνονται και στέλνονται στο εκτελεστικό απόσπασμα καθώς η Εξουσία δεν έλαβε υπόψη της για «ελαφρυντικό, ούτε που οι μάνες τους ήταν ίδιες...». Και οι καθαρίστριες στάθηκαν στον τοίχο σεμνά, «ευσυνείδητες με το πρόσωπο εκείνο που μόλις τέλειωσε τη δουλειά του, κ' είναι τόσο κατάκοπος, τόσο τη συνείδησή του έχει ήσυχη πως είναι βαριά κουρασμένος κι άλλο δε χρωστά να κάνει σήμερα, που στέκει ταπεινός κι αδιαφορεί... Έτσι τον βρίσκει ο θάνατος».
Έτσι τις βρήκε ο «θάνατος» της ανεργίας τις καθαρίστριες του Ρένου και στις δικές μας μέρες. Σεμνές και ευσυνείδητες, να στέκονται κάθε πρωί έξω απ' το γραφείο του εισαγγελέα Στουρνάρα που υπέγραψε τη δική τους εκτέλεση. Εκεί κάθε πρωί, να αντιστέκονται, να διεκδικούν, να «καθαρίζουν», να «ξεβρομίζουν» και τις δικές μας εργασιακές συνειδήσεις από τη σκόνη της υποταγής. Όλων εμάς που είχαμε παιδιά να θρέψουμε, που είχαμε κι εκείνο το δάνειο να ξεπληρώσουμε και σκύψαμε το κεφάλι, που δώσαμε τόπο στην οργή, που είπαμε δε βαριέσαι, που είπαμε και δόξα τω Θεώ με αυτά τα λίγα που απέμειναν. Αυτό το βάρος πήραν άθελά τους στους ώμους τους. Να «καθαρίζουν» και για εμάς τους σιωπηλούς και τους συμβιβασμένους. Αυτές οι λίγες για χάρη των πολλών που τόσα χρόνια τις θεωρούσαμε αόρατες. Που κάναμε πως δεν τις βλέπαμε, γιατί το βλέμμα μας δεν έφτανε τόσο χαμηλά. Και τώρα δες, πόσο ψηλά θα πρέπει να σηκώσεις το κεφάλι για να αντικρίσεις το ύψος της σεμνότητάς τους.
Πέτρος Κατσάκος