ΠΟΡΙΣΜΑ
[Επιτροπής του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για την πρόταση ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος (ΥΑ 37564/Δ9.10327/21.8.2015)]
ΠΡΟΣ
ΕΝΑ ΝΕΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ
ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2015
Η Επιτροπή ανέλαβε το δύσκολο έργο να σχεδιάσει ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα. Ένα φιλόδοξο εγχείρημα που έφερε σε πέρας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Οι επιλογές που διατυπώθηκαν, κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων, ήταν περισσότερες της μιας. Ωστόσο, μετά από ώριμες σταθμίσεις, επήλθε, σε κάποιο βαθμό, σύγκλιση απόψεων. Το πόρισμα δεν έκρυψε την πολυφωνία και τον πλουραλισμό, ενώ παράλληλα απέφυγε τις ωραιοποιήσεις. Εννοείται ότι το μόνο που χάραξε η Επιτροπή, είναι το μονοπάτι. Γι’ αυτό περιορίστηκε στην παράθεση των αρχών του προτεινόμενου συστήματος. Η υλοποίησή του προϋποθέτει περαιτέρω τεχνικές επεξεργασίες. Ομοίως, η Επιτροπή δεν προχώρησε στην εξειδίκευση της μετάβασης που θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής πρότασης.
15 Οκτωβρίου 2015
Η Πρόεδρος
Διάγραμμα
Ι. Το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο
ΙΙ. Για ένα νέο συνταξιοδοτικό συμβόλαιο μεταξύ των γενεών
ΙΙΙ. Αναζητώντας καλές πρακτικές στην αλλοδαπή
IV. Οι στόχοι της μεταρρύθμισης
V. Οι οργανωτικές δομές του συστήματος
-
Προκριθείσα από την Επιτροπή επιλογή για τις δομές του συστήματος : ένας φορέας (διοικητική ενοποίηση), ενιαίοι κανόνες λειτουργίας για όλους τους ασφαλισμένους (λειτουργική ενοποίηση)
-
Μια αποκλίνουσα άποψη : οργανωτική διατήρηση κάποιων ιδιαιτεροτήτων (τρεις φορείς κύριας ασφάλισης)
VI. Η νέα αρχιτεκτονική του συνταξιοδοτικού συστήματος
-
Προκριθείσα από την Επιτροπή επιλογή για τις συντάξεις των μελλοντικών συνταξιούχων : διανεμητικό σύστημα εικονικών λογαριασμών καθορισμένων εισφορών (NCD), υποστηριζόμενο από μια εθνική (κοινωνική) σύνταξη και ένα κεφάλαιο (ταμείο) για την εγγύηση της βιωσιμότητας
-
Κάποιες διατυπωθείσες επιφυλάξεις
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ : Μια πρόταση για τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ): ενίσχυση του κοινωνικού τους ρόλου ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙII : Εκλογικεύοντας τις συνταξιοδοτικές δαπάνες. Ο αποχωρισμός των προνοιακών παροχών από την κοινωνική ασφάλιση θα μειώσει τη συνταξιοδοτική δαπάνη ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV : Προς μια απλοποίηση του συστήματος ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V : Μια πρόταση για τη θέσπιση ενός καθολικού συνταξιοδοτικού συστήματος που θα στηρίζεται στην αρχή του φορολογουμένου πολίτη
|
|
|
Ι. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΙΩΣΙΜΟ
Η υπέρβαση της κρίσης απαιτεί επιστροφή και επαναδιαπραγμάτευση των θεμελιακών κοινωνικών επιλογών. Τα θεμέλια της κοινωνικής ασφάλισης είναι πρωτίστως κοινωνικά και συλλογικά. Χρειαζόμαστε επιτακτικά ένα μεγάλο εθνικό σχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση, μια εθνική συναίνεση για το «πώς» την αντιλαμβανόμαστε συνολικά ως κοινωνικό θεσμό. Φυσικά η συζήτηση αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκοπεί από το ίδιο το μέλλον της χώρας.
Οι συντάξεις θα πρέπει να είναι βιώσιμες και επαρκείς1. Η διατήρηση ενός συστήματος κρίνεται όχι μόνο από τη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας του, αλλά κι από την ικανότητά του να λειτουργήσει προστατευτικά υπέρ των ασφαλισμένων. Σε περίοδο δημοσιονομικής προσαρμογής, ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους δύο αυτούς δηλωμένους στόχους εντείνεται, ενώ καθίσταται δυσκολότερος ο συμβιβασμός τους. Αναζητείται ένα βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα στο πλαίσιο βιώσιμων δημόσιων οικονομικών.
Το ελληνικό δημόσιο σύστημα συντάξεων αναπτύχθηκε με αποσπασματικό τρόπο και κάτω από την πίεση συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων, στοιχεία που οδήγησαν στον έντονο κατακερματισμό του. Χαρακτηρίζεται από εκτεταμένη πολυνομία, η οποία δημιουργεί έντονες κοινωνικές ανισότητες, αφού αντιμετωπίζει όμοιες περιπτώσεις πολιτών με διαφορετικό τρόπο. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (χρόνος ασφάλισης και όρια ηλικίας), τα ποσοστά αναπλήρωσης, οι κατώτατες συντάξεις, οι ασφαλιστικές και εργοδοτικές εισφορές, οι κοινωνικοί πόροι (καταργηθέντες ή υπό κατάργηση) και η κρατική χρηματοδότηση διαφέρουν τόσο μεταξύ των ταμείων όσο και μεταξύ ασφαλισμένων στο ίδιο ταμείο.
Η διοικητική διάσπαση του ασφαλιστικού συστήματος είναι εντυπωσιακή. Ενδεικτικό είναι ότι το 1990 λειτουργούσαν 327 φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, λοιπών παροχών και περιορισμένος αριθμός υπηρεσιών ασφάλισης καθώς και κρατικές υπηρεσίες για τη συνταξιοδότηση και υγειονομική περίθαλψη των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών. Το 1997 υφίστανται 28 φορείς κύριας ασφάλισης και παραπάνω από 200 φορείς επικουρικής ασφάλισης. Αυτήν τη στιγμή, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία του συστήματος Ήλιος, συντάξεις γήρατος, αναπηρίας, θανάτου ή κάποιας άλλης κατηγορίας δίδονται από 21 φορείς. Οι 21 αυτοί φορείς αποτελούνται από 78 υποομάδες ή κλάδους, ορισμένοι εκ των οποίων φαίνεται να εξυπηρετούν μερικές δεκάδες συνταξιούχους. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ που συνολικά παρέχει 8.208 συντάξεις και αποτελείται από 10 τομείς ασφάλισης.
Το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης χαρακτηρίζεται από μία πολύπλοκη θεσμική δομή, η οποία, παρ’ όλες τις βελτιώσεις που έχει δεχθεί διαχρονικά, δημιουργεί σοβαρά εμπόδια στην αποδοτική λειτουργία του. Ένα βασικό πρόβλημα είναι η εμπλοκή πολλών, διαφορετικών και ορισμένες φορές με διαφορετικές επιδιώξεις νομικών προσώπων. Ενδεικτικό είναι ότι η εποπτεία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης μοιράζεται ανάμεσα στα Υπουργεία Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, το Υπουργείο Οικονομικών, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Σύμφωνα με το μητρώο φορέων της γενικής κυβέρνησης της ΕΛΣΤΑΤ το Δεκέμβριο του 2012 ήταν καταγεγραμμένοι 41 Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), χωρίς να υπολογίζεται το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (ΓΛΚ) που είναι υπεύθυνο για τις συντάξεις του Δημοσίου. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι όμως ακόμα πιο κατακερματισμένο, αφού κάτω από την ίδια στέγη υπάρχουν παλαιότερα ασφαλιστικά ταμεία που ακόμα και μετά την ενοποίησή τους εξακολουθούν να διατηρούν πλήρη οικονομική και λειτουργική αυτοτέλεια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητων Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ), στο οποίο έχουν ενσωματωθεί τα πρώην ταμεία ασφάλισης των μηχανικών, των νομικών και των υγειονομικών, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο έχουν ενταχθεί τα ειδικά ταμεία στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Στο ασφαλιστικό σύστημα διατηρούνται διαφοροποιήσεις μεταξύ κλάδων και επαγγελμάτων, ηλικιών ή ημερομηνίας πρώτης ασφάλισης και φύλων. Παλαιότερες προσπάθειες διοικητικής ενοποίησης, παρά τις καλές προθέσεις των εμπνευστών τους, παρέμειναν εν τέλει επιφανειακές και λιγότερο ουσιαστικές, πιθανόν ως αποτέλεσμα του βιαστικού σχεδιασμού και υλοποίησης, αλλά και της έλλειψης επιμονής στην επίτευξη του στόχου.
Αποτιμώντας τις διαχρονικές ενοποιήσεις των ασφαλιστικών δομών που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ήταν κυρίως επιφανειακές και ορισμένες φορές, λόγω του ελλιπούς σχεδιασμού τους, βιαστικές. Χωρίς ουσιαστική προετοιμασία και προσαρμογή, αλλά με υποχωρήσεις συχνά σε συνδικαλιστικές πιέσεις, ήταν αναποτελεσματικές και δημοσιονομικά επιβλαβείς.
Οι μεγαλύτεροι ΦΚΑ στη χώρα σε όρους αριθμού ασφαλισμένων είναι το Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ),ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ), ο Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) και το Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων (ΕΤΑΑ). Σύμφωνα με τα στοιχεία των Ερευνών Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) το τέταρτο τρίμηνο του 2013 το 41,2% των εργαζόμενων είχαν ως κύριο ταμείο ασφάλισης το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, το 17,7% τον ΟΑΕΕ, το 14,7% το Δημόσιο και το 14,6% τον ΟΓΑ. Αθροιστικά, στους τέσσερις αυτούς ΦΚΑ είναι ασφαλισμένο το 88,2% των εργαζομένων στη χώρα.
Τα συνολικά έσοδα των Ταμείων καταγράφουν σημαντική μείωση την περίοδο 2011-2013 από 12% στο ΝΑΤ έως και 48,9% στο ΕΤΑΠ-ΜΜΕ, ενώ και τα έξοδα των εν λόγω ταμείων καταγράφουν μείωση που κυμαίνεται από 9,2% μέχρι 39,9%, με μοναδική εξαίρεση το ΕΤΑΑ. Μεταξύ 2011 και 2013 ο αριθμός των ασφαλισμένων μειώθηκε, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων κατά κανόνα αυξήθηκε, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις όπου μειώθηκε οριακά. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις χαμηλότερες αμοιβές και τη μειωμένη οικονομική δραστηριότητα εξηγεί τα μειωμένα έσοδα και δημιουργεί προβληματισμό για το μέλλον. Τέλος, η συμμετοχή του δημοσίου είτε ως κρατική επιχορήγηση είτε ως κοινωνικοί πόροι αποτελούν σημαντικό μερίδιο τόσο των συνολικών τους εσόδων όσο και των δαπανών τους για συντάξεις. Τα Ταμεία που συστηματικά λαμβάνουν κρατική επιχορήγηση και εισπράττουν θεσμοθετημένους κοινωνικούς πόρους εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από αυτά. Ειδικότερα, στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ η κρατική επιχορήγηση αποτελεί το 39% των εσόδων του ταμείου, στον ΟΓΑ το 89% και στο ΝΑΤ το 92%.
Στην προσπάθεια αύξησης των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων η διεύρυνση της ασφαλιστικής βάσης είναι μία διέξοδος. Με βάση την ελληνική πραγματικότητα, τρεις είναι οι κύριες κατευθύνσεις που μπορεί να επιτευχθεί αυτό: η πρώτη είναι η αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής με την καταπολέμηση της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, η δεύτερη είναι η επιβολή ασφαλιστικών εισφορών σε πρόσθετα εισοδήματα από εργασία που δεν υπάγονται σε ασφαλιστικές κρατήσεις, και η τρίτη είναι η αύξηση των απασχολούμενων με τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης.
Αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι στην Ελλάδα το σύστημα συντάξεων ταλαιπωρήθηκε από ελλείψεις στη διακυβέρνηση, που επιβάρυναν τις αντιφάσεις του εδραιωμένου κατακερματισμού των φορέων σε ένα σύστημα χρηματοδότησης που προϋποθέτει ισονομία. Αποκρύπτοντας την τελική επιβάρυνση, οι συντάξεις έπαιξαν καίριο ρόλο στο πελατειακό σύστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου. Αποτέλεσμα, η επίμονη τάση της διόγκωσης δαπανών που τροφοδότησε διαρθρωτικά ελλείμματα, ακόμα και πριν το τέλος της δεκαετίας του ‘80. Καθώς οι δαπάνες αποσυνδέθηκαν από τα έσοδα, η διαφορά χρηματοδοτήθηκε με κρατικές επιχορηγήσεις, καθιστώντας την δημοσιονομική επίπτωση την κύρια πηγή πίεσης για συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση. Οι προσπάθειες μεταρρύθμισης υπολείπονταν από τις ανάγκες, αφού οι αναδιανεμητικές διαφορές μεταξύ επαγγελματικών ομάδων συγχέονταν με θέματα διανομής μεταξύ γενεών. Η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα της ΕΕ που δεν κατάφερε να οργανώσει μια διαδικασία διακομματικής συναίνεσης για την απαιτούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση στην περίοδο της μεταπολίτευσης.
Οι συνταξιοδοτικοί νόμοι 3863/10 και 3865/10 δεν ήταν μια ικανοποιητική απάντηση στο πρόβλημα. Η μακροχρόνια βιωσιμότητα θεωρείται ότι απαντήθηκε, δεδομένου ότι οι αναμενόμενες δαπάνες συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2050 συρρικνώθηκαν δραστικά. Αυτό οφείλεται σε ένα νέο σύστημα συντάξεων κυρίως λόγω των δύο νέων χαρακτηριστικών : αναπληρώνει εισόδημα στο σύνολο της εργασιακής ζωής και θεσπίζει αυξήσεις ορίων ηλικίας για νεότερους ασφαλισμένους. Οι αλλαγές αυτές επηρεάζουν, κατά κύριο λόγο, την περίοδο μετά το 2020, αφού στις αλλαγές υπήρχε διάχυτη η επιθυμία να εξαιρεθούν όσοι ήταν κοντά στην συνταξιοδότηση. Η εξαίρεση επιτεύχθηκε μέσω προοδευτικότητας στην εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων και προστασίας των θεμελιωμένων δικαιωμάτων. Η δε προοδευτική εφαρμογή του νέου συστήματος διευρύνθηκε έτι περισσότερο με την εισαγωγή της έννοιας των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
Ως εκ τούτου, οι διαρθρωτικές αλλαγές δεν λειτούργησαν στην κρίση. Οι συντάξεις συνέχισαν να μοιάζουν με ασφαλές αγκυροβόλιο από τις πιέσεις της αγοράς εργασίας, ευνοώντας την μαζική έξοδο σε πρόωρη συνταξιοδότηση, κυρίως γυναικών. Υπερβάσεις δαπανών συνέπεσαν με μειώσεις εσόδων λόγω εκτεταμένης ανεργίας και αύξησης της εισφοροδιαφυγής. Αφού δεν υπήρχε εναλλακτική πηγή εισροών, η χρηματοδότηση έγινε από το ίδιο το σύστημα μέσω περικοπών σε όλες τις συντάξεις, παλαιές και νέες. Αυτές έλαβαν χώρα σε δέκα διαφορετικές περιστάσεις από το 2010, οδηγώντας σε σωρευτικές απώλειες μεταξύ 14% στις χαμηλές και σχεδόν 50% στις υψηλότερες συντάξεις σε συνταξιούχους όλων των ηλικιών. Στις επικουρικές συντάξεις, για να θεμελιωθεί η άποψη ότι οι αυτές δεν εμπεριέχουν δημοσιονομικό κίνδυνο, η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος νομοθετήθηκε το 2012.
Το τοπίο των συντάξεων το 2015 διαφέρει αποφασιστικά από την κατάσταση πριν την κρίση, χωρίς να παραβλέπουμε τη συχνή σύγχυση που οφείλεται στη διαφορά των επιπτώσεων του συστήματος μεταξύ του απώτατου μέλλοντος και της παρούσας δεκαετίας. Οι συντάξεις του νέου συστήματος για άτομα με πλήρη επαγγελματική διαδρομή δεν είναι ιδιαίτερα χαμηλές με βάση τις διεθνείς πρακτικές, πράγμα που εξασφαλίζει ότι το Κράτος συνεχίζει να δεσπόζει στον τομέα των συντάξεων. Περιορισμοί στις μακροχρόνιες δαπάνες μάλλον οφείλονται και στη χρήση του συνόλου των αποδοχών στην αναπλήρωση εισοδήματος (ν. 3863/10 και 3865/10).
Καίριας σημασίας είναι η παράπλευρη απώλεια που δημιουργείται από τις εκτεταμένες περικοπές για τις τρέχουσες γενιές συνταξιούχων καθώς και όσων θα περάσουν στην Τρίτη ηλικία στην επόμενη δεκαετία. Αυτές υψώνουν ένα πέπλο αβεβαιότητας στην ασφάλεια εισοδήματος ακόμη και για πολύ ηλικιωμένα άτομα και υποσκάπτει τη βασική λειτουργία των συντάξεων – την εγγύηση ότι η συνταξιοδότηση δεν οδηγεί σε απότομες πτώσεις του βιοτικού επιπέδου στα γηρατειά.
Οι σημαντικές περικοπές των συντάξεων που προέκυψαν από τα Μνημόνια, αλλοίωσαν σημαντικά την αναλογική (ανταποδοτική) τους πλευρά. Ειδικότερα, οι επελθούσες μειώσεις αποτελούν βαρύ πλήγμα στην αναλογικότητα των συντάξεων που στηρίζονται στην προηγούμενη καταβολή εισφορών. Η δυσανάλογη μείωση των μεσαίων και υψηλών συντάξεων αναιρεί εμφανώς τη συνέπεια της ασφαλιστικής νομοθεσίας.
Μια συνολική αξιολόγηση είναι ότι οι αλλαγές από το 2010 αποτελούν μια ημιτελή μεταρρύθμιση. Αν και αδιαμφισβήτητα ασχολήθηκαν με ορισμένα θέματα – κυρίως μακροπρόθεσμα – δεν προσάρμοσαν τη βασική λογική του συστήματος στα νέα δεδομένα. Οι περικοπές συντάξεων περαιτέρω υπονόμευσαν την αξιοπιστία των υποσχέσεων του συστήματος. Στην ουσία, έχει τεθεί σε λειτουργία μια διαδικασία συνεχούς απαξίωσης, όπου δημοσιονομικά θέματα οδηγούν σε προσαρμογές συντάξεων που υποτιμούν ακόμη περισσότερα το κοινωνικό συμβόλαιο των συντάξεων, οδηγώντας σε τάσεις απεμπλοκής, κυρίως εκ μέρους των νεότερων γενεών.
Διακριτό θέμα είναι οι αλλαγές στο γενικότερο πλαίσιο μετά την κρίση. Η πτώση του ΑΕΠ κατά κεφαλή κατά ένα τέταρτο από το 2008 συνεπάγεται ότι μια δεδομένη δαπάνη αντιστοιχεί σε μεγαλύτερο βάρος στην παραγωγή. Ήδη οι συντάξεις ως ποσοστό του ΑΕΠ (16,2% το 2013) είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ2. Εξετάζοντας το μέλλον, εντείνονται οι προκλήσεις στην απασχόληση, ενώ οι πληρωμές συντάξεων θα πρέπει να ανταγωνίζονται τις ανάγκες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Αν και αυτά τα θέματα δεν έχουν συνεκτιμηθεί σε παρελθούσες έρευνες των συστημάτων συντάξεων, δεν πρέπει να αγνοηθούν τώρα.
ΙΙ. ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΓΕΝΕΩΝ
Η ανανέωση της εμπιστοσύνης στο σύστημα συντάξεων είναι ευχερέστερη στο πλαίσιο μιας συνολικής μεταρρύθμισης που θέτει τις βάσεις της στη διαγενεακή και ενδογενεακή ισότητα. Για να επιτύχει αυτόν το στόχο η Ελληνική κοινωνία οφείλει να επενδύσει στην αναζήτηση ενός νέου συστήματος συντάξεων που να στηρίζεται στην αναδιαπραγμάτευση του κοινωνικού συμβολαίου. Η επίτευξη ενός νέου συνταξιοδοτικού αφηγήματος μπορεί να γίνει σε δύο φάσεις :
-
Πρώτον, με ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα που θα αποτελέσει το επιστέγασμα των διαχρονικών (και ανεπιτυχών) παραμετρικών μεταρρυθμίσεων, με τη λειτουργική συγχώνευση των Ταμείων και την ομογενοποίηση των διατάξεων για τις εισφορές και τις παροχές του ενιαίου συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό θα αναζητηθούν και οι πρόσθετοι πόροι για τη στήριξη των απερχόμενων γενεών, στις οποίες πρέπει να δοθεί η διαβεβαίωση ότι οι περικοπές συντάξεων έχουν πιάσει την οροφή τους.
-
Δεύτερον, με την υιοθέτηση ενός νέου συστήματος συντάξεων για τις νέες γενιές, το οποίο θα βασίζεται στην γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών τόσο εντός κάθε γενιάς όσο και μεταξύ των γενεών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ένα σύστημα που θα προσφέρει μια διαφανή αρχιτεκτονική συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων τύπων αλληλεγγύης. Για να επιτύχει η προτεινόμενη συστημική μεταρρύθμιση απαιτείται η αναζωογόνηση της εμπιστοσύνης των νεότερων γενεών μέσω της αξιόπιστης σύνδεσης εισφορών και δικαιωμάτων.
ΙΙΙ. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΑΛΛΟΔΑΠΗ
Σήμερα, το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον διαφέρει ριζικά απ’ εκείνο των προηγούμενων δεκαετιών. Μπροστά στις νέες προκλήσεις τα περισσότερα συνταξιοδοτικά συστήματα αναγκάστηκαν να αλλάξουν. Παρά τις εθνικές ιδιαιτερότητες, είναι δυνατόν να ανιχνεύσουμε κάποιες κοινές τάσεις. Ειδικότερα (βλ. λεπτομερέστερα στην επισυναπτόμενη στο πόρισμα μελέτη) :
i. Εισαγωγή του συστήματος καθορισμένων εισφορών (NDC). Την ανάγκη άµεσων µεταρρυθµίσεων συνειδητοποίησαν αρκετές αναπτυγµένες χώρες, µε πρωτοπόρο τη Σουηδία. Αυτή προχώρησε στο σχεδιασµό ενός βιώσιµου συνταξιοδοτικού συστήµατος που σταθµίζει τα δεδοµένα µακροζωΐας και προστασίας των δικαιωµάτων κάθε γενεάς. Εκτός από τη Σουηδία το σύστηµα καθορισµένων εισφορών µε νοητή κεφαλαιοποίηση υιοθετήθηκε και από άλλες χώρες, όπως η Ιταλία (1995), η Λετονία (1996), το Κιργιστάν (1997) και Πολωνία (1999). Πρόκειται για παραλλαγή του συστήµατος καθορισµένων εισφορών που χρησιµοποιεί την αναδιανεµητική µέθοδο χρηµατοδότησης. Οι παροχές δεν υπολογίζονται από µαθηµατικό τύπο που βασίζεται στο ύψος της µισθοδοσίας και στα έτη εργασίας, αλλά στο κεφάλαιο που έχει συσσωρευθεί στο λογαριασµό του εργαζοµένου κατά τη χρονική στιγµή της αποχώρησης από την εργασία. Τα κεφάλαια που συσσωρεύονται από τις κρατήσεις µισθοδοσίας χρησιµοποιούνται για να χρηµατοδοτήσουν τωρινούς συνταξιούχους. Δηµιουργείται όµως και ένας νοητός ατοµικός λογαριασµός για κάθε εργαζόµενο. Ο λογαριασµός αυτός πιστώνεται χωρίς όµως να γίνεται πραγµατική κατάθεση των εισφορών (συµπεριλαµβανοµένων και των εργοδοτικών εισφορών), οι οποίες όπως προαναφέρθηκε χρησιµοποιούνται για την πληρωµή των ήδη συνταξιοδοτηµένων. Όταν φθάσει η ώρα συνταξιοδότησης των εργαζοµένων, τότε οι παροχές (συντάξεις) τους συνδέονται άµεσα µε το ποσό των νοητών λογαριασµών, το οποίο µετατρέπεται σε ράντα (ισόβια σύνταξη), ανάλογα µε το προσδόκιµο ζωής κατά τη συνταξιοδότηση.
ii. Συγχωνεύσεις παρατηρούνται τελευταία σε πολλές χώρες, όπως το Ηνωµένο Βασίλειο (1990, 1999), η Κροατία (1998, 1999), η Ρουµανία (2001), η Τουρκία (2006), η Ολλανδία (2006), η Σουηδία (2010), η Ιταλία 2012, η Δανία (2012), η Γαλλία (2014) και άλλες. Άλλοτε πρόκειται για συγχώνευση φορέων, άλλοτε για ενοποίηση προϋπολογισµών µε ξεχωριστά κεφάλαια, άλλοτε για ενοποίηση συναφών διοικητικών υπηρεσιών και άλλοτε για συνέργειες µε µη συναφείς µονάδες για την αξιοποίηση οικονοµιών κλίµακος. Η προτεραιότητα στη χρήση ηλεκτρονικών υπηρεσιών, η τυποποίηση διαδικασιών, η επιδίωξη µετρήσιµων αποτελεσµάτων, η ενίσχυση των ελέγχων του κόστους (π.χ. για την από κοινού είσπραξη καθυστερηµένων εισφορών και φόρων), η ενιαία διαχείριση της ακίνητης περιουσίας συγκαταλέγονται στις παραπάνω τάσεις.
iii. Δηµιουργία αποθεµατικών. Παρόλο που τα σχήµατα NDC είναι διαµορφωµένα έτσι ώστε να υπάρχει ισορροπία µεταξύ εισφορών και παροχών, δεν θεωρείται δεδοµένο ότι θα υπάρχει εξισορρόπηση του ασφαλιστικού ισοζυγίου µε όλα τα πιθανά δηµογραφικά και οικονοµικά σενάρια. Γι' αυτό το λόγο, σε κάποια σχήµατα, όπως αυτά της Σουηδίας και της Πολωνίας, υπάρχει πρόβλεψη για τη δηµιουργία αποθεµατικών κεφαλαίων.
iv. Ποσοστά αναπλήρωσης. Είναι δύσκολο να γίνουν συγκρίσεις µεταξύ χωρών, όσον αφορά τα ποσοστά αναπλήρωσης. Είναι όµως προφανές ότι υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές, οι οποίες εξαρτώνται από το ποσό που πιστώνεται στον ατοµικό λογαριασµό του ασφαλισµένου, την προοδευτική ετήσια αύξηση των νοητών ποσών που συσσωρεύονται, το µαθηµατικό τύπο που χρησιµοποιείται (για τη µετατροπή των συσσωρεύσεων σε ράντα κατά τη συνταξιοδότηση), καθώς και από τη διαδικασία που ακολουθείται για την τιµαριθµική αναπροσαρµογή των παροχών κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησης. Έχει σηµασία, αν η εξέταση των ποσοστών αναπλήρωσης γίνεται πριν ή µετά την αφαίρεση του φόρου εισοδήµατος. Στη Λετονία, µια εκτίµηση είναι ότι η νέα σύνταξη θα αναπληρώσει το 50% των αποδοχών προ-φόρου και το 75% µετά-φόρου. Σε κάποιες χώρες, αναµένεται τα ποσοστά αναπλήρωσης να µειωθούν µε την πάροδο του χρόνου.
v. Εγγύηση μιας κοινωνικής σύνταξης. Όλες οι χώρες µε σχήµατα NDC, εκτός της Ιταλίας, έχουν εφαρµόσει ένα τύπο ελάχιστης σύνταξης. Οι παροχές αυτές χρηµατοδοτούνται από τα έσοδα του γενικού προϋπολογισµού και προορίζονται για την εξασφάλιση µιας ελάχιστης συνταξιοδοτικής παροχής στους χαµηλόµισθους εργαζοµένους. Στην Ιταλία, σύµφωνα µε τη µεταρρύθµιση Dini (σύστηµα ΝDC), δεν υπάρχει ελάχιστη σύνταξη. Προβλέπεται ένα χρηµατικό βοήθηµα σε όσους έχουν ηλικία άνω των 65 ετών και πληρούν συγκεκριµένα κριτήρια. Γενικά, οι ελάχιστες συντάξεις δίνονται ύστερα από εξέταση των ιδίων πόρων, αλλά µόνο αν πρόκειται για συνταξιοδοτικές παροχές άλλων φορέων. Η ελάχιστη σύνταξη δεν αποτελεί µέρος του σχήµατος ΝDC, αν και πολλοί εµπειρογνώµονες θεωρούν σκόπιµο το αντίθετο, λόγω της έλλειψης αναδιανοµής εισοδηµάτων µε την εφαρµογή των σχηµάτων ΝDC. Σε µερικές χώρες, η ελάχιστη σύνταξη είναι γενναιόδωρη, ενώ σε άλλες ιδιαίτερα πενιχρή. Στη Σουηδία, η πλήρης ελάχιστη σύνταξη εξασφαλίζει εισόδηµα ισοδύναµο µε το ένα τρίτο του µέσου µισθού. Για να είναι κάποιος δικαιούχος της πλήρους ελάχιστης σύνταξης θα πρέπει να είναι κάτοικος της χώρας τουλάχιστον σαράντα χρόνια.
vi. Ευνοϊκές παροχές για ευπαθείς κοινωνικές οµάδες. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των συστηµάτων νοητής κεφαλαιοποίησης είναι ότι παρέχουν πίστωση στο εικονικό συνταξιοδοτικό λογαριασµό́ σε συγκεκριµένες κοινωνικές οµάδες, οι οποίες βρέθηκαν εκτός εργατικού δυναµικού ή για κάποιους λόγους (π.χ. υγείας) δεν κατέβαλαν τις αναµενόµενες ασφαλιστικές εισφορές. Συνήθως, το κράτος συνεισφέρει στο φορέα, από τον οποίο πληρώνονται οι συντάξεις και συγχρόνως το αντίστοιχο ποσό µεταφέρεται στο νοητό λογαριασµό του καλυπτόµενου ατόµου. Οι περιπτώσεις αυτές και οι σχετικές παροχές ποικίλλουν από χώρα σε χώρα, αλλά συνήθως περιλαµβάνουν γονείς (κυρίως µητέρες) που απουσιάζουν από την εργασία τους για τη φροντίδα παιδιών.
vii. Επιβράβευση στην «αργοπορηµένη» συνταξιοδότηση. Τα σχήµατα νοητής κεφαλαιοποίησης είναι σχεδιασµένα έτσι ώστε να ευνοούν όσους παραµένουν στην εργασία για περισσότερα χρόνια και να «τιµωρούν» όσους αποχωρούν ενωρίτερα από την εργασία. Στην Ιταλία, για παράδειγµα, το ποσοστό αναπλήρωσης (62%) είναι το ίδιο στο νέο σύστηµα (αναθεώρηση Dini) όπως και στο παλαιό (αναθεώρηση Amato) στην ηλικία τω 62 ετών µε 37 χρόνια εισφορών. Το ποσοστό αναπλήρωσης όµως για όσους παραµείνουν στην εργασία µέχρι την ηλικία των 65 ετών (µε 40 χρόνια εισφορών) από 66% στην αναθεώρηση Amato γίνεται 74% στην αναθεώρηση Dini (νέο σύστηµα). Κατά τον ίδιο τρόπο, όσον αφορά την «πρόωρη» συνταξιοδότηση, δηλαδή στην ηλικία των 57 ετών και 35 χρόνια εισφορών, το ποσοστό αναπλήρωσης είναι χαµηλότερο στο νέο σύστηµα (50% έναντι 59%).
viii. Σε κρίσιμο ζήτημα ανάγεται η ρύθμιση της μετάβασης στο νέο σύστημα. Η ξένη εμπειρία δείχνει ότι η μετάβαση πρέπει να γίνεται με αποφασιστικότητα και συναινετικές διαδικασίες. Σε κάθε χώρα που εισάγεται νέο σύστηµα κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες νοµοθετικές προβλέψεις για τη µετάβαση από το παλαιό σύστηµα στο νέο. Όταν, πιο συγκεκριµένα, ένα σχήµα καθορισµένων εισφορών µε νοητή κεφαλαιοποίηση (NDC) έρχεται να αντικαταστήσει ή να συµπληρώσει ένα ισχύον αναδιανεµητικό σύστηµα, πρέπει να βρεθεί τρόπος ανταµοιβής σε όσους κατέβαλλαν εισφορές µε το προηγούµενο σχήµα. Η διαδικασία µετάβασης προβλέπει συνήθως ένα φορέα ή ένα µηχανισµό που την υποστηρίζει. Στις περισσότερες χώρες η µετάβαση εξελίσσεται σταδιακά και οι συντάξεις, για αρκετό χρονικό διάστηµα βασίζονται σε συντελεστές βαρύτητας των κεκτηµένων δικαιωµάτων και από τα δύο συστήµατα. Για παράδειγµα, οι παροχές µπορεί να υπολογίζονται είτε µε το παλαιό, είτε µε το νέο σύστηµα. Δεν αποκλείεται όµως και ένα µέρος των παροχών να βασίζεται στο παλαιό σύστηµα και ένα άλλο µέρος στο νέο. Στην Ελλάδα, όλες οι μεταρρυθμίσεις αντιμετώπισαν προβλήματα στη μετάβαση. Η διαδικασία τις περισσότερες φορές ήταν χρονοβόρα και αποσπασματική.
IV. ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
Μια μελλοντική συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση πρέπει να ικανοποιεί τους κάτωθι στόχους:
-
Να καταπολεμά τη φτώχεια των ηλικιωμένων. Η πρόληψη της φτώχειας με την εξασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης για τον κάθε ηλικιωμένο είναι ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινωνικής ασφάλισης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης δημοσίου χρέους η προστασία κατά της φτώχειας των ηλικιωμένων αποκτά διάσταση απόλυτης προτεραιότητας. Στην περίοδο των Μνημονίων και των πολιτικών λιτότητας, υπάρχει ανάγκη μιας γενναιόδωρης κοινωνικής σύνταξης για την αποφυγή περαιτέρω φτωχοποίησης των ηλικιωμένων. Τα όρια της φτώχειας των ηλικιωμένων βρίσκονται σε απαράδεκτα επίπεδα. Σύμφωνα με τη Eurostat (2014), το 23, 1% των ατόμων άνω των 65 ετών ζουν στο όριο της φτώχειας. Αν δεν μπορούν να ικανοποιηθούν, λόγω περιορισμένων πόρων, όλοι οι στόχοι του συστήματος, η προστασία των χαμηλών συντάξεων πρέπει να αναχθεί σε πρώτη προτεραιότητα.
-
Να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα, τη διαγενεακή ισότητα, καθώς και την ίση κατανομή των θυσιών. Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας, δηλαδή η διατήρηση της ικανότητας του συστήματος να χορηγεί συντάξεις στους τωρινούς και μελλοντικούς συνταξιούχους, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά υπηρετεί το συμβόλαιο ανάμεσα στις γενεές που βρίσκεται στη βάση κάθε διανεμητικού συστήματος. Με το ισχύον σύστημα η σημερινή γενεά εργαζομένων θα πληρώσει περισσότερα απ’ όσα θα λάβει. Η μέριμνα για την προστασία της βιωσιμότητας χάριν των επόμενων γενεών ανάγεται στις κύριες υποχρεώσεις του κράτους (ΣτΕ Ολομ. 2290/15, αρ. 7).
-
Να εγγυάται ένα βιώσιμο σύστημα μέσα σε βιώσιμα δημόσια οικονομικά. Σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή) για τις Συντάξεις του 2012, το κόστος που συνεπάγεται η μεταρρύθμιση των συντάξεων θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τη δημοσιονομική στρατηγική κι όχι το αντίθετο, δηλαδή ορμώμενοι αποκλειστικά από τη δημοσιονομική εξυγίανση να στενεύουμε το βεληνεκές (κοινωνικό χαρακτήρα) και την αποτελεσματικότητα των ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων. Εν πάσει περιπτώσει το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντ/τος, μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της Ολομ. του ΣτΕ (2287-2290/15), εγγυάται τη διαβίωση του συνταξιούχου με αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα από δημοσιονομικές προτεραιότητες και σκοπιμότητες. Η συμμετοχή του συνταξιοδοτικού συστήματος στη δημοσιονομική εξυγίανση της χώρας οριοθετείται από το σεβασμό της ισότητας στα βάρη (άρθρο 4, παρ. 5 Συντ/τος). Δεν πρέπει οι συνταξιούχοι να αναλάβουν ένα δυσανάλογο μέρος του κόστους της δημοσιονομικής προσαρμογής.
-
Να διατηρεί μια εγγύτητα με το κεκτημένο κατά τον εργασιακό βίο επίπεδο ζωής. Ο στόχος αυτός συνίσταται στη μεταφορά καταναλωτικής δύναμης από τα εργασιακά χρόνια στην περίοδο της απόσυρσης λόγω γηρατειών. Η κοινωνική ασφάλιση δεν προστατεύει μόνο από τη φτώχεια, αλλά κατοχυρώνει κι ένα επίπεδο ευημερίας. Η διατήρηση του κεκτημένου είναι καθήκον του δημόσιου συστήματος και όχι των «παικτών» της αγοράς. Η κοινωνική ασφάλιση δεν θα πρέπει να περιοριστεί στα ελάχιστα (φτώχεια), αλλά οφείλει να εγγυάται ένα μέσο επίπεδο ευημερίας.
-
Να απλοποιεί τις διαδικασίες και να επιτυγχάνει τη διοικητική αποτελεσματικότητα του συστήματος. Η απλοποίηση του τρόπου ασφάλισης θα διευκολύνει τις επιχειρήσεις στη λειτουργία τους, ενώ η μείωση της γραφειοκρατίας, κατά τη χορήγηση των παροχών, θα επιτρέψει την ευκολότερη και όχι χρονοβόρα πρόσβαση των ασφαλισμένων στις παροχές.
V. ΟΙ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΠΡΟΚΡΙΘΕΙΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΠΙΛΟΓΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝΑΣ ΦΟΡΕΑΣ (ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ), ΕΝΙΑΙΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥΣ (ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ) Ο στόχος θα πρέπει να είναι ένας, εθνικός φορέας κοινωνικής ασφάλισης με ένταξη σε αυτό όλων των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ παροχών (διοικητική ενοποίηση), μετά από ουσιαστική ενοποίηση του υπάρχοντος καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης. Στην προοπτική αυτή, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μετεξελίσσεται σε Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης. Δεν πρέπει να γίνει δεκτή καμία εξαίρεση, γιατί διαφορετικά το εγχείρημα της ενοποίησης θα υπονομευθεί στο σύνολό του. Εξάλλου, η ενοποίηση των Ταμείων, διαχρονικό αίτημα από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο οποίος οραματίστηκε ένα φορέα για όλους τους Έλληνες, αποτέλεσε πρόταση και προηγούμενων προτάσεων και μελετών. Πρόσφατα, το ΚΕΠΕ σε Μελέτη του (Διοικητική μεταρρύθμιση και λειτουργικός εκσυγχρονισμός των ασφαλιστικών δομών, Αθήνα, 2014) παρουσίασε εκτεταμένα το ζήτημα της οριζόντιας και κάθετης διοικητικής και λειτουργικής ενοποίησης του συστήματος. Προτείνεται συγχρόνως η ουσιαστική ενοποίηση του υπάρχοντος καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης με θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους και ανακαθορισμό των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων. Οι ενιαίοι κανόνες είναι αναγκαίοι, γιατί απέναντι στους βασικούς κινδύνους της ζωής πρέπει όλοι οι ασφαλισμένοι να απολαμβάνουν τον ίδιο βαθμό εθνικής/ κοινωνικής αλληλεγγύης. Τυχόν διαφοροποίηση δεν μπορεί παρά να παρεισφρέει σε επίπεδο συμπληρωματικής (επαγγελματικής) προστασίας και να εξαρτάται από μια πρόσθετη εισφοροδοτική προσπάθεια των ασφαλισμένων. Ειδικότερα:
-ενιαία ποσοστά εισφορών και βάση υπολογισμού τους α) για κύρια σύνταξη, β) για επικουρική σύνταξη και γ) για εφάπαξ παροχές, με μόνη διάκριση αυτή σε μισθωτούς και αυτοτελώς απασχολούμενους. -υποχρέωση για δήλωση των ασφαλιστικών εισφορών όλων των φορέων κύριας, επικουρικής ασφάλισης και εφάπαξ μέσω μιας ενοποιημένης διαδικασίας. -ανάθεση στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ/ΚΕΑΟ της βεβαίωσης και είσπραξης των ασφαλιστικών εισφορών.
α) Κατάργηση των οριζόντιων περικοπών των συντάξεων διότι υποσκάπτουν την ασφαλιστική συνείδηση, δημιουργούν κίνητρο για εισφοροδιαφυγή και για πρόωρες συνταξιοδοτήσεις, υπονομεύουν το ασφαλιστικό σύστημα. β) Καθιέρωση ενιαίου τρόπου υπολογισμού της σύνταξης, κύριας και επικουρικής, για παλιούς και νέους ασφαλισμένους, αφού προηγουμένως καθοριστεί με Αναλογιστική Μελέτη το ποσοστό, κατά το οποίο τόσο η κάθε σύνταξη χωριστά, όσο και όλες από κοινού, θα αναπληρώνουν τις αποδοχές του ασφαλισμένου.γ) Ανακαθορισμός, κατ’ επιταγή των αρχών της συμμετοχικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στο νέο, ενιαίο τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής σύνταξης για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑ
|
ΜΙΑ ΑΠΟΚΛΙΝΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΠΟΙΩΝ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΩΝ (ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΥΡΙΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ) Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο επιβαλλόμενος σεβασμός κάποιων επαγγελματικών και ασφαλιστικών ιδιαιτεροτήτων μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία τριών ταμείων : α. Μισθωτών β. Αυτοαπασχολουμένων γ. Αγροτών Η πρόταση για μικρότερο αριθμό φορέων του σημερινού (3) συνδυάζεται με μη ανακαθορισμό των ήδη χορηγηθεισών συντάξεων, καθώς και με περιορισμένη λειτουργική ενοποίηση. Ωστόσο, πάντα κατά την πρόταση αυτή, μπορούν να διατηρηθούν διαδικασίες, όπως : α) Κέντρο Απονομής Συντάξεως κοινό για όλα τα Ταμεία, β) Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ήδη υπάρχει και λειτουργεί με επιτυχία), γ) ΚΕΠΑ (για την ενιαία εκτίμηση της αναπηρίας). Δηλαδή, γίνεται αποδεκτή η εμβάθυνση στην οριζόντια ενοποίηση, δηλαδή η μεταφορά κάποιων λειτουργιών των φορέων σε μια ξεχωριστή υπηρεσία για την εκπλήρωση των συγκεκριμένων λειτουργιών. Στην επιλογή αυτή τονίζονται οι ιδιαιτερότητες του ΟΓΑ. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά του περιλαμβάνονται η διάρθρωση της αγροτικής απασχόλησης και η δομή του Οργανισμού. Ειδικότερα, στην πλειοψηφία των αγροτικών εκμεταλλεύσεων κυριαρχεί, με τάση περαιτέρω ενίσχυσης, η οικογενειακή εργασία και η αλληλοβοήθεια μεταξύ των γεωργών, ενώ μειώνεται η εργασία με αμοιβή, μόνιμων και εποχικών εργατών. Η πλειοψηφία των ημερών εργασίας προέρχεται από την απασχόληση των κατόχων των εκμεταλλεύσεων και των μελών της οικογένειάς τους. Μόνο το 12,9% των ημερών εργασίας πραγματοποιείται από μόνιμους και εποχικούς εργάτες. Το δομικό χαρακτηριστικό του εισοδηματικού «προφίλ» των αγροτικών νοικοκυριών είναι ότι το εισόδημα από την άσκηση γεωργικής, κτηνοτροφικής κλπ δραστηριότητας αποτελεί μέρος του συνολικού εισοδήματος. Από την άλλη, κύριο χαρακτηριστικό των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών του Οργανισμού είναι η πλήρης χρηματοδότηση τους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η εκτεταμένη χρηματοδότηση των συνταξιοδοτικών παροχών του ΟΓΑ από τον κρατικό προϋπολογισμό, αν και σταδιακά μειούμενη εξακολουθεί, σε μεγάλο βαθμό να αποτελεί ένα σημαντικό ποσοστό των εσόδων του. Η μετεξέλιξη του Οργανισμού σε φορέα κύριας ασφάλισης επήλθε ουσιαστικά από το 1998 με τη σύσταση και λειτουργία του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών (ν.2458/97), καθολικό διάδοχο του ελλιπούς και τελικά αποτυχημένου ασφαλιστικά, συστήματος του Κλάδου Πρόσθετης Ασφάλισης. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι πέραν των ανωτέρω κοινωνικοασφαλιστικών παροχών, στον ΟΓΑ ανατέθηκε, σταδιακά, και η χορήγηση μη ανταποδοτικών παροχών στο σύνολο του πληθυσμού, όπως είναι αυτές για την ομάδα των ανασφαλίστων υπερηλίκων και των οικογενειών με παιδιά, αρχικά των πολύτεκνων και πρόσφατα όλων των οικογενειών από το πρώτο παιδί, με εισοδηματικά κριτήρια.
|
VI. Η ΝΕΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ
ΔΙΑΝΕΜΗΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ (NCD), ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΕΝΟ ΑΠΟ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ (ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ) ΣΥΝΤΑΞΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΥΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Καμία λύση δεν είναι ανώδυνη. Όλες έχουν πλεονεκτήματα που πρέπει να προβληθούν, και μειονεκτήματα που δεν μπορούν να αποσιωπηθούν. Το μοντέλο που προκρίθηκε είναι εκείνο των εικονικών λογαριασμών καθορισμένων εισφορών (Ι). Έγινε όμως προσπάθεια διόρθωσης των αδύναμων σημείων του σε επίπεδο επάρκειας με την εθνική – κοινωνική σύνταξη (ΙΙ), καθώς και σε επίπεδο βιωσιμότητας με την πρόταση για ένα πραγματικό κεφάλαιο – ταμείο εγγύησης της βιωσιμότητας που θα τροφοδοτείται με ποικίλους νέους πόρους (ΙΙΙ).
Α. ΕΙΚΟΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ ΚΑΘΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΕΙΣΦΟΡΩΝ (NCD) Σύμφωνα με την επιλογή αυτή, το σύστημα των συντάξεων είναι διανεμητικό με καθορισμένες εισφορές (Pay-As-You-Go Notional Defined Contributions).Βασίζεται στη λειτουργία Ατομικών Λογαριασμών «νοητής κεφαλαιοποίησης» (Individual Notional Accounts). Το σύστημα διαφοροποιείται από την κεφαλαιοποίηση σε δύο βασικά σημεία : ο δείκτης ο οποίος αποτελεί το εικονικό επιτόκιο ορίζεται από το νομοθέτη -το σύστημα παραμένει δημόσιο- και όχι από την αγορά, ενώ η συσσώρευση των εισφορών είναι εικονική, αφού το συσσωρευμένο κεφάλαιο χρησιμοποιείται για την πληρωμή των τωρινών συνταξιούχων. Με αυτό τον τρόπο, οι συντάξεις γίνονται αυστηρά αναλογικές προς το εικονικό ποσό των συσσωρευμένων εισφορών. Το σύστημα αυτό υποστηρίζεται από μια εγγυημένη κοινωνική (εθνική) σύνταξη για εκείνους τους ασφαλισμένους που δεν θα έχουν την ολοκληρωμένη εργασιακή διαδρομή. Η βασική ιδέα του προτεινόμενου συστήματος που στοχεύει στην πραγματοποίηση της ανταποδοτικής δικαιοσύνης, είναι απλή : ο εργαζόμενος συσσωρεύει σ’ έναν ατομικό λογαριασμό όλες τις εισφορές της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Οι ασφαλιστικές εισφορές που συγκεντρώνονται στην ατομική μερίδα του ασφαλισμένου, τοκίζονται με το παραπάνω εκάστοτε εικονικό επιτόκιο και σχηματίζουν το συνταξιοδοτικό κεφάλαιο. Είναι το κράτος εκείνο που εγγυάται τη λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος. Τον επενδυτικό κίνδυνο από την αξιοποίηση των εισφορών δεν φέρει ο ίδιος ο ασφαλισμένος, κάτι που θα συνέβαινε αν το σύστημα ήταν αμιγώς κεφαλαιοποιητικό. Ως εικονικό επιτόκιο συνήθως επιλέγεται ένα μέγεθος που συνδέεται με μακροοικονομικές παραμέτρους (ποσοστιαία μεταβολή των αποδοχών των ασφαλισμένων ή ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ). Κάθε χρόνο οι ασφαλισμένοι λαμβάνουν επίσημη ενημέρωση για το ποσό του συσσωρευμένου ασφαλιστικού τους κεφαλαίου. Η ενημέρωση αυτή μπορεί να γίνεται και ηλεκτρονικά. Έτσι, διασφαλίζεται η πλήρης διαφάνεια στη λειτουργία του συστήματος. Ο ασφαλισμένος μπορεί να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή την κατάσταση της ατομικής του μερίδας. Στο νέο σύστημα δεν ενυπάρχουν οι δυσμενείς επιπλοκές από την εφαρμογή του μηχανισμού της διαδοχικής ασφάλισης. Στο τέλος του ενεργού βίου το σχηματισθέν κεφάλαιο αποτελεί το μέτρο της εισφοροδοτικής προσπάθειας του εργαζομένου (σύστημα καθορισμένων εισφορών). Ισχύει η αρχή της ισοδυναμίας που σημαίνει, κατά τη συνταξιοδότηση, ότι η συσσωρευμένη αξία των εισφορών ισούται με την παρούσα αξία των μελλοντικών καταβολών της σύνταξης. Δεν θα τίθεται θέμα ποινών πρόωρης συνταξιοδότησης, όπως αυτές που υπάρχοντος συστήματος, ενώ παρέχεται η ευελιξία για μερική απασχόληση κατά την περίοδο της συνταξιοδότησης. Γενικά, το σύστημα των εικονικών λογαριασμών επιτρέπει την ελαστική συνταξιοδότηση, την επιλογή δηλαδή από τον ίδιο τον ασφαλισμένο της στιγμής συνταξιοδότησής του, πάνω από ένα καθορισμένο όριο ηλικίας. Η σύνταξη είναι αναλογιστικά δίκαιη (actuarially fair), αφού το κεφάλαιο που σχηματίζεται (ατομικά) από τις συσσωρευμένες εισφορές του ασφαλισμένου, μετατρέπεται σε ισόβια σύνταξη, με βάση ένα συντελεστή μετατροπής (ράντα) ο οποίος εξαρτάται και από το προσδόκιμο ζωής της γενεάς του ασφαλισμένου. Λαμβάνεται δηλαδή υπόψη, κατά τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης, το προσδόκιμο όριο ζωής (unisex life expectancy). Το γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν υψηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης από τους άνδρες, δεν οδηγεί σε διαφοροποίηση της μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών –θα ήταν, άλλωστε, αντίθετη στην αρχή της ισότητας των φύλων. Όλοι οι ανωτέρω παράμετροι του συστήματος πρέπει να είναι μεταξύ τους συνεπείς, ώστε να αποφεύγεται η ανισορροπία του. Παράλληλα, το σύστημα μπορεί να έχει ενσωματωμένους αυτόματους σταθεροποιητές για την περίπτωση αρνητικών εξελίξεων σε δημογραφικές ή οικονομικές παραμέτρους. Η κρατική χρηματοδότηση περιορίζεται στην καταβολή των αναλογουσών εισφορών για τους ανέργους, για όσους ασθενούν, γι’ εκείνους που ανατρέφουν παιδιά ή φροντίζουν ηλικιωμένους, κλπ. Δηλαδή, το κράτος πιστώνει τον εικονικό συνταξιοδοτικό λογαριασμό των ασφαλισμένων που αδυνατούν να εισφέρουν για κοινωνικούς λόγους που αναγνωρίζεται ότι χρήζουν προστασίας. Η προηγούμενη συμμετοχή του κράτους αποτελεί έκφανση του κοινωνικού του χαρακτήρα. Οι εισφορές υπολογίζονται επί των αποδοχών που καταβάλλονται από τον εργοδότη και εργαζόμενο. Όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους, προτείνεται να καταργηθούν οι κλίμακες τεκμαρτών ασφαλιστέων αποδοχών και οι εισφορές να υπολογίζονται επί του πραγματικού τους εισοδήματος από την απασχόληση. Η είσπραξη θα γίνεται από τις Οικονομικές Υπηρεσίες του κράτους. Άλλωστε, το ΚΕΑΟ αποτελεί το πρώτο βήμα μιας μεταρρύθμισης με τελικό στόχο την πλήρη ενσωμάτωση των εσόδων των ασφαλιστικών οργανισμών στη φορολογική διοίκηση. Β. ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ (ΚΑΘΕΤΗ ΙΣΟΤΗΤΑ), ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΟΥΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΡΑΤΙΚΟ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟ |
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
Με την καθιέρωσή της, η εθνική σύνταξη θα αποκτήσει αυτοτέλεια και θα αποχωριστεί από το πλαίσιο των ασφαλιστικών (αναλογικών) παροχών του κάθε φορέα. Έτσι, θα γίνει ευκολότερη η επικέντρωση στην αναδιανεμητική λειτουργία του κοινωνικού τμήματος της σύνταξης. Η εθνική σύνταξη δεν μπορεί να σχεδιαστεί κατά τρόπο ασύνδετο προς το όλο συνταξιοδοτικό οικοδόμημα. Ειδικότερα, η εθνική και η αναλογική σύνταξη θα πρέπει να σχεδιαστούν ως ένα δίδυμο, ως δύο τμήματα που θα λειτουργούν συμπληρωματικά. Η κοινωνική σύνταξη πρέπει να καθοριστεί σε τέτοιο επίπεδο, ώστε να προστατεύει όσους δεν έχουν ένα συνεχή και πλήρη ασφαλιστικό βίο (ατυπικές μορφές απασχόλησης, διαστήματα ανεργίας). Γενικά, όσα συνταξιοδοτικά συστήματα εισήγαγαν μηχανισμούς αναλογικής σύνταξης, έλαβαν συγχρόνως μέριμνα για την εγγύηση μιας κοινωνικής σύνταξης. Η εθνική σύνταξη δεν θα πρέπει να περιορίζεται σ’ ένα στοιχειώδες ποσό, ιδιαίτερα σε μια εποχή βαθειάς οικονομικής κρίσης με ασυνεχή ιστορικά ασφάλισης, μικρή συσσώρευση ασφαλιστικού «πλούτου», χαμηλούς μισθούς (εργαζόμενοι φτωχοί, απλήρωτοι εργαζόμενοι, μακροχρόνια άνεργοι). Στην παρούσα κατάσταση της αγοράς εργασίας η αδιάκοπη εργασιακή σχέση όλο και σπανίζει, ενώ ανθίζουν οι ατυπικές μορφές απασχόλησης. Κατά συνέπεια, το ύψος της εθνικής δεν είναι δυνατόν να προσδιορίζεται με απόλυτους δημοσιονομικούς όρους, αλλά με κοινωνικούς δείκτες. Η επιτυχία του μέτρου της εθνικής σύνταξης θα εξαρτηθεί από την εύστοχη αναδιανεμητική της λειτουργία προς άτομα που βρίσκονται κάτω από ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης. Ειδικότερα, η εθνική σύνταξη οφείλει να υπηρετεί ένα σαφή στόχο. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος από τη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Η εθνική σύνταξη θα πρέπει να παρέχει στους ηλικιωμένους τα μέσα μιας ανεκτής διαβίωσης. Το ποσό της εθνικής σύνταξης, στο οποίο θα έχουν δικαίωμα όλοι οι συνταξιούχοι, θα κλιμακώνεται ανάλογα με το ύψος της αναλογικής σύνταξης και τα μέλη οικογένειας. Έτσι, η εθνική/ κοινωνική σύνταξη θα πρέπει να μειώνεται προοδευτικά, όχι μόνο όταν αυξάνει η αναλογική σύνταξη, αλλά κι όταν αυξάνει το ατομικό και οικογενειακό εισόδημα του δικαιούχου. Αντίθετα, με την αποδοχή μιας «οικουμενικής» εκδοχής (χωρίς εισοδηματικά κριτήρια), το μόνο που θα πετυχαίναμε, θα ήταν να συμπιέσουμε το ύψος της εθνικής σύνταξης σε χαμηλά επίπεδα λόγω του υψηλού κόστους της. Ο όλος επανασχεδιασμός του συνταξιοδοτικού μας συστήματος δεν θα πρέπει να γίνει σε βάρος των λιγότερο ευνοημένων συνταξιούχων. Αντίθετα, θα πρέπει να γίνει προς όφελός τους. Κι αυτό γιατί σε εποχές οικονομικής κρίσης δεν θα πρέπει να λησμονούμε το πρόταγμα της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Γ. ΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ (ΤΑΜΕΙΟ) ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Προτείνεται η δημιουργία ενός αποθεματικού (buffer fund) που θα υποστηρίξει το νέο σύστημα, κυρίως κατά τη μεταβατική περίοδο. Το κεφάλαιο αυτό θα τροφοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, την περιουσία των Ταμείων, καθώς και από τους συμπληρωματικούς πόρους που θα μπορέσει να κινητοποιήσει το Κράτος, για την περίοδο μέχρι το 2050. Ένας νέος τέτοιος πόρος μπορεί, λ.χ., να είναι μια εισφορά στους υψηλά αμειβόμενους ή ένας τραπεζικός φόρος ή ένας φόρος στις μεγάλες περιουσίες και γενικά ένας φόρος εκεί που συγκεντρώνεται, παρά την κρίση, ο πλούτος. Επίσης, στο ταμείο θα μπορούσε να κατευθυνθεί η αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν οι φορείς από το PSI. Ειδικότερα, το αποθεματικό αυτό : α) θα απορροφά τις ασφυκτικές οικονομικές πιέσεις προκειμένου οι συντάξεις να μείνουν σ’ ένα αξιοπρεπές επίπεδο. Οι απαιτούμενοι συμπληρωματικοί πόροι για την περίοδο 2016-2050 θα εκτιμηθούν άμεσα με βάση σχετική αναλογιστική μελέτη. Ενδεχομένως, θα πρέπει να εντοπιστούν και άλλοι πόροι πέραν των γενικών φορολογικών εσόδων, β) θα συμβάλλει στη χρηματοδότηση των παροχών της μεταβατικής περιόδου. Η μεταβατική περίοδος απαιτεί ένα κεφάλαιο- μηχανισμό που θα την υποστηρίζει. Ανάλογες προσπάθειες έχουν γίνει, αλλά πρέπει να ενισχυθούν. Λ.χ. με το ν. 4162/13 ενισχύθηκε η χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης από την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου. Για το σκοπό αυτό, ιδρύθηκε εντός του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών «ΑΚΑΓΕ», ειδικός λογαριασμός με την ονομασία «Εθνικός Λογαριασμός Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γενεών» (ΕΛΚΑΓ), που εποπτεύεται από τα Υπουργεία Οικονομικών, Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Ο ΕΛΚΑΓ τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1). Σκοπός του ΕΛΚΑΓ είναι η δημιουργία αποθεματικού για τη χρηματοδότηση των κλάδων σύνταξης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και κυρίως για τη διασφάλιση των συντάξεων των νέων γενιών. Πρόκειται για μια προσπάθεια μεταφοράς μέρους του εθνικού πλούτου στις συντάξεις των επόμενων γενεών. Γενικά, για την αντιμετώπιση των ελλειμμάτων απαιτούνται λύσεις choc σε επίπεδο εξεύρεσης πρόσθετων πόρων. Υπό καθεστώς υποχρηματοδότησης και απόσυρσης του κράτους δεν μπορεί να αποδώσει καμιά προσπάθεια βελτίωσης της αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας του συστήματος. Γενικά, οι διαθέσιμοι κρατικοί πόροι πρέπει να κατευθυνθούν, κατά προτεραιότητα, προς τις κατώτατες συντάξεις και προς την εγγύηση της βιωσιμότητας του συστήματος. Το «πόσοι» πόροι θα διατεθούν στην κοινωνική ασφάλιση είναι μια κοινωνικοπολιτική επιλογή. Προϋποθέτει ιεράρχηση των κρατικών σκοπών. Η κοινωνική ασφάλιση που αποτέλεσε το κύριο αντίβαρο στην κρίση, πρέπει να αναχθεί σε μια από τις κύριες εθνικές προτεραιότητες.
|
|
|
|
ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΩΝ Ν. 3863/10 – Ν. 3865/10
Προτείνεται η παραμονή στη λογική του διανεμητικού συστήματος καθορισμένων παροχών με βελτιωτική παρέμβαση στις παραμέτρους του, καθώς και στις μεταβατικές περιόδους (συντομεύεται η μετάβαση). Η αρχιτεκτονική του ν. 3863/10 και 3865/10 στηρίζεται στη διχοτόμηση της σύνταξης σε δύο τμήματα, τη βασική και την αναλογική. Το σύστημα αυτό σε σχέση με το ισχύον είναι πιο αναλογικό : λαμβάνει ως βάση τις αποδοχές όλου του εργασιακού βίου και μειώνει τους συντελεστές αναπλήρωσης. Η βασική σύνταξη, σύμφωνα με τους ν. 3863/10 και 3865/10 χορηγείται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια. |
Ι. ΚΥΡΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ Εφαρμογή νόμων 3863/10 και 3865/10, με βελτιώσεις, σε όλους τους ασφαλισμένους, πλην του ΟΓΑ. Περιορισμός του χρόνου καθ’ ολοκληρία εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού : είτε με πλήρη εφαρμογή του νέου συστήματος από συγκεκριμένη ημερομηνία (π.χ. 1-1-2020), είτε με επιτάχυνση της μεταβατικής περιόδου (π.χ. από 1-1-2018 λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος αποδοχών που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης από 1-1-1995 έως τη συνταξιοδότηση και από 1-1-2021 ο μέσος όρος αποδοχών όλου του ασφαλιστικού βίου, ή με πολύ σύντομη εφαρμογή του μέσου όρου αποδοχών της τελευταίας εικοσαετίας). Εξέταση δυνατότητας βελτίωσης των συντελεστών αναπλήρωσης για εκτεταμένο χρόνο ασφάλισης, ώστε να υπάρχει κίνητρο παραμονής στην ασφάλιση. Ο ΟΓΑ μένει εκτός νέου τρόπου υπολογισμού. Ειδικότερα, προτείνεται, αντί του αναμενόμενου τριπλασιασμού των εισφορών για τον Οργανισμό αυτό : περιορισμός του χρόνου κατάργησης της βασικής σύνταξης μέχρι το 2020, από το 2026 που προβλέπεται σήμερα. Αύξηση των σημερινών εισφορών κατά 30 έως 40% ή αύξηση των εισφορών από την αναλογία 1 Αγρότης –2 Κράτος σε 2 Αγρότης – 1 Κράτος με αντίστοιχη βελτίωση της κύριας (ανταποδοτικής) σύνταξης.
ΙΙ. ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ Προτεινόμενες διορθωτικές παρεμβάσεις : εφαρμογή συστήματος ελεγχόμενου ελλείμματος αντί της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, όπου θα υπάρχει minimum κρατικής χρηματοδότησης και με τη χρηματοδότηση που θα συναθροίζεται στα έσοδα, θα λειτουργεί το σύστημα της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος, επιτάχυνση εφαρμογής του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων ΕΤΕΑ, νομοθέτηση δυνατότητας εξόδου από ΕΤΕΑ και σύστασης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης, όσων δεν επιθυμούν την παραμονή τους στο Ενιαίο Ταμείο.
|
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ
VII. Η ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου προκύπτουν τα ακόλουθα γενικά συμπεράσματα: 1.Βασικό περιεχόμενο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως είναι η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση ασφαλιστικών κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία, θάνατος) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται. Η προστασία έγκειται σε παροχή η οποία εξασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως όσο το δυνατόν εγγύτερο εκείνου που είχε κατακτηθεί κατά την διάρκεια του εργασιακού βίου. 2. Το Κράτος εγγυάται την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού κεφαλαίου και την επάρκεια των παροχών υποχρεούμενο σε χρηματοδότηση μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Όριο στην ελευθερία επιλογής του ύψους της κρατικής χρηματοδοτήσεως αποτελεί η διασφάλιση παροχής για αξιοπρεπή διαβίωση, υπό την έννοια της χορηγήσεως συντάξεως η οποία θα εξασφαλίζει στους συνταξιούχους επίπεδο ζωής που δεν θα αφίσταται ουσιωδώς εκείνου που είχαν κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου και όχι τέτοιας που θα εξασφαλίζει τη διαβίωση απλώς πάνω από το όριο της φτώχειας. 3. Το Σύνταγμα δεν εγγυάται το ύψος της συντάξεως που προσδοκά να λάβει ο ασφαλισμένος. Δεν κατοχυρώνει δε την πλήρη αναλογία εισφορών και παροχών. Τούτο δε έχει ως συνέπεια εν όψει της επιδιώξεως της ικανοποιήσεως της κοινωνικής αλληλεγγύης (βλ. άρθρο 24 παρ. 5 του Συντ/τος), ότι δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις από την καταβολή συντάξεως μικρότερης από αυτήν που θα ελάμβανε ο δικαιούχος αν εφαρμοζόταν αμιγώς ανταποδοτικό σύστημα υπολογισμού των παροχών. 4. Το Σύνταγμα δεν αποκλείει την μείωση ήδη απονεμηθεισών παροχών. Η σχετική δυνατότητα του νομοθέτη δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται από τις αρχές της αναλογικότητας (25 παρ. 1), της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (4 παρ. 5) και της κοινωνικής αλληλεγγύης (25 παρ. 4). Επομένως, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Απαραίτητη προϋπόθεση η προηγούμενη σύνταξη ειδικής, εμπεριστατωμένης και επιστημονικά τεκμηριωμένης μελέτης από την οποία να προκύπτει ότι α) η μείωση είναι σύμφωνη προς τις ως άνω συνταγματικές αρχές και β) οι επιπτώσεις της μειώσεως δεν έχουν αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με παραβίαση του πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, δηλαδή παροχή αξιοπρεπούς διαβιώσεως. 5. Ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να οργανώσει το ασφαλιστικό σύστημα, υπό τον όρο ότι η υποχρεωτική ασφάλιση παρέχεται αποκλειστικά από το ίδιο το Κράτος ή από ΝΠΔΔ. Είναι δυνατή η συγχώνευση ασφαλιστικών φορέων σε ήδη υφιστάμενο ή το πρώτον δημιουργούμενο υπό την προϋπόθεση της συντάξεως μελέτης από την οποία να προκύπτει η βιωσιμότητα του συγχωνεύοντος ή του νέου ασφαλιστικού φορέα. Εν όψει τούτων: Η δημιουργία ενός φορέα κοινωνικής ασφαλίσεως με ένταξη σ’ αυτόν των όλων φορέων ασφαλίσεως (κύριας, επικουρικής και εφ’ άπαξ παροχών) με ενιαίους κανόνες για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους δεν αντίκειται στο Σύνταγμα υπό την προϋπόθεση ότι στηρίζεται σε μελέτη βιωσιμότητας. Ο ανακαθορισμός των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων με αναφορά στον νέο, ενιαίο, τρόπο υπολογισμού της κύριας και επικουρικής συντάξεως για παλαιούς και νέους ασφαλισμένους, εφ’ όσον συνεπάγεται μείωση των συντάξεων, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα υπό την προϋπόθεση ότι σέβεται τις αρχές της ισότητας της συμμετοχής στα δημόσια βάρη και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεν είναι επιτρεπτή μείωση η οποία εν τοις πράγμασι ισοδυναμεί με παροχή που δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση. Τα σχετικά συμπεράσματα πρέπει να προκύπτουν από επιστημονική μελέτη. Το Σύνταγμα δεν επιβάλλει σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως καθορισμένων παροχών. Η καθιέρωση διανεμητικού συστήματος συντάξεων με καθορισμένες εισφορές, συμπληρούμενου με εθνική σύνταξη χρηματοδοτούμενη από τον κρατικό προϋπολογισμό, είναι συμβατή με το Σύνταγμα υπό την προϋπόθεση ότι οδηγεί σε παροχές με ικανοποιητικό ποσοστό αναπληρώσεως του εισοδήματος από τον εργασιακό βίο. Το ποσοστό αναπληρώσεως που θα επιτυγχάνεται με το σύστημα καθορισμένων εισφορών επιτρέπει τον έλεγχο του κατά πόσο το σύστημα διασφαλίζει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως των συνταξιούχων. |
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ (ΔΗΜΟΣΙΑ) ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Η ΙΔΡΥΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
(ΠΛΗΡΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΤΙΚΟ)
Οι επικουρικές συντάξεις αφενός στοχεύουν στη συμπλήρωση των κύριων συντάξεων, αφετέρου αποτελούν τον κύριο μοχλό για τη μείωση του συνολικού μακροχρόνιου κόστους του εθνικού συστήματος συντάξεων. Οι επικουρικές συντάξεις είναι του τύπου «καθορισμένων εισφορών». Κάθε ασφαλισμένος διαθέτει Ατομικό Λογαριασμό στον οποίο συσσωρεύεται το ασφαλιστικό κεφάλαιο, για την εξέλιξη του οποίου ενημερώνεται ετησίως.
Το νέο σύστημα επικουρικών συντάξεων θα εκκινήσει εκ του μηδενός, με την έννοια ότι η υπαγωγή στην ασφάλιση και η έναρξη της κεφαλαιοποίησης θα ξεκινήσει με τη θέσπιση και τη λειτουργία του επικουρικού ταμείου και θα καλύπτει όλους τους εργαζόμενους. Η διαδικασία των επενδύσεων των αποθεματικών είναι καίριας σημασίας για την επίτευξη των στόχων. Ανατίθεται υποχρεωτικά στην ΑΕΔΑΚ Ασφαλιστικών Οργανισμών. Προβλέπεται διαδικασία Contracting-out: όσοι επιλέξουν να μην ενταχτούν στο παραπάνω επικουρικό ταμείο, θα πρέπει να συμμετέχουν υποχρεωτικά σε Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) το οποίο θα προσφέρει τουλάχιστον ισοδύναμη κάλυψη με αυτήν του υποχρεωτικού επικουρικού ταμείου. Θα υπάρχει η ευχέρεια στους πολίτες να επιστρέψουν, αν το επιθυμούν, στο δημόσιο σύστημα, μεταφέροντας και τα αναλογούντα αποθεματικά.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΤΑΜΕΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΤΟΥΣ ΡΟΛΟΥ
Τα ΤΕΑ, φορείς συμπληρωματικής ασφάλισης, οργανώνονται προαιρετικά και χρηματοδοτούνται από τους ενδιαφερόμενους εργαζόμενους και εργοδότες (περιλαμβανόμενου και του Δημοσίου, ως εργοδότη).Ο κύριος σκοπός τους είναι η κλαδική διαφοροποίηση των εργαζομένων ως προς τις συνταξιοδοτικές παροχές. Υπάγονται στην χρηματοοικονομική εποπτεία του κράτους καθώς και στην Ευρωπαϊκή ασφαλιστική νομοθεσία για την εποπτεία των ταμείων συντάξεων. Για τα ΤΕΑ δεν υφίσταται κρατική εγγύηση των παροχών, αλλά τα ταμεία αυτά μπορούν να συγκροτούν Guarantee Funds. Είναι ανάγκη πάντως να βελτιωθεί η υφιστάμενη νομοθεσία όσον αφορά τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι φορείς που αναλαμβάνουν τη διαχείριση των ΤΕΑ.
Επειδή στην Ελλάδα μεγάλος αριθμός εργαζομένων ανήκει σε μικρό-μεσαίες επιχειρήσεις ή είναι αυτοαπασχολούμενοι, πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα να συμμετέχουν σε Ανοιχτά Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, ώστε να συμπληρώνουν με δικά τους μέσα το επίπεδο προστασίας που προσφέρει η Πολιτεία. Τα απαιτούμενα Ανοιχτά Ταμεία δεν θα υπερβαίνουν τα πέντε (5) και θα υπάρχουν αυστηρές προδιαγραφές για τους φορείς που θα μπορούν να συστήνουν και να λειτουργούν τέτοια ταμεία. Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα (ΒΑΕ). Το πρόβλημα των ΒΑΕ μπορεί να λυθεί οριστικά με την υπαγωγή όλων των σχετικών κλάδων (παλαιών και νέων) σε ένα ιδιαίτερο Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων. Το άθροισμα των ασφαλιστικών εισφορών για τα ΒΑΕ ανέρχεται στο 5.6% και στο πλαίσιο ενός ΤΕΑ μπορεί να αποφέρει ένα πρόσθετο ποσοστό αναπλήρωσης της τάξης του 25%. Εάν υπαχθούν και οι παλαιοί ασφαλισμένοι θα πρέπει να καλυφθούν τα αποθεματικά για «past service». Εάν επιλεγούν πιο πρόσφατες περίοδοι ασφάλισης (ή μόνον οι ασφαλισμένοι μετά την έναρξη του νέου ταμείου), τότε το πρόβλημα της πρόσθετης αποθεματοποίησης περιορίζεται ανάλογα. Μια τέτοια ρύθμιση θα επιτρέψει στους ενδιαφερόμενους να αυξήσουν τις επιλογές τους για πρόωρη συνταξιοδότηση.
Γίνεται φανερό ότι το μέλλον των ΤΕΑ εξαρτάται από την υποταγή της λειτουργίας τους σε μια κοινωνική αποστολή, καθώς και από μια γενναία φορολογική ενθάρρυνση. Αν τα ΤΕΑ δεν αποκτήσουν ένα διακριτό ρόλο, διαφορετικό από εκείνον της ιδιωτικής (αγοραίας) ασφάλισης, δεν πρόκειται να αναπτυχθούν στο χώρο της συμπληρωματικής ασφάλισης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ΕΚΛΟΓΙΚΕΥΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ : Ο ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΑΚΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΘΑ ΜΕΙΩΣΕΙ ΤΗ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗ ΔΑΠΑΝΗ
Η μη αυστηρή οριοθέτηση ανάμεσα στην κοινωνική ασφάλιση και την κοινωνική πρόνοια –δηλαδή, ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς θεσμούς- αποβαίνει σε βάρος της πρώτης. Η ανάληψη του βάρους των προνοιακών παροχών από τα ασφαλιστικά Ταμεία δεν εξασφαλίζεται με αντίστοιχη κρατική χρηματοδότηση. Το αποτέλεσμα είναι να εμφανίζονται αυξημένες οι συνταξιοδοτικές δαπάνες και να δίνουν μια εσφαλμένη εντύπωση, αφού ουσιαστικά ενσωματώνουν και ορισμένα προνοιακά προγράμματα. Η μετάθεση του βάρους κάλυψης των κοινωνικών αναγκών στις ασφαλιστικές εισφορές θίγει ανεπανόρθωτα την αρχή της ισότητας και την ειδικότερη έκφανσή της που είναι η ισότητα στα βάρη. Ένας λογιστικός διαχωρισμός προνοιακών και ασφαλιστικών παροχών προβλέφθηκε ήδη στο άρθρο 39 ν. 3863/10. Η κοινωνική πρόνοια δεν αποσκοπεί στην κάλυψη τυποποιημένων μελλοντικών κινδύνων, όπως ισχύει με την κοινωνική ασφάλιση. Η πρόνοια προστατεύει με ειδικές ρυθμίσεις άτομα ή ευπαθείς ομάδες (ΑμΕΑ, πολυτέκνους, υπερήλικες κ.ά.), προκειμένου να εξασφαλισθεί η αξιοπρεπής διαβίωσή τους και η συμμετοχή τους στη κοινωνική και οικονομική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα προνοιακά προγράμματα προβλέπουν περιορισμένη, αλλά άμεση, υποστήριξη για τα ιδρύματα προστασίας των παιδιών, των αναπήρων και άλλων κοινωνικά ευπαθών ομάδων, ενώ η χρηματοδότηση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι οπωσδήποτε εγγυημένη. Επιπλέον, η κοινωνική ασφάλιση βασίζει κανονικά τις παροχές της σε κυμαινόμενες ασφαλιστικές εισφορές και στην αναλογιστική τεχνική που «διασφαλίζει» αφενός επάρκεια των παροχών και αφετέρου βιωσιμότητα των φορέων που τις χορηγούν. Αντίθετα, η κοινωνική πρόνοια χρηματοδοτείται κανονικά από φορολογικούς πόρους, με βάση την προϋπολογισμένη εκτίμηση κοινωνικών αναγκών, σύμφωνα και με τις οργανωτικές δυνατότητες της κοινωνικής διοίκησης. Συνεπώς, η σύνδεση της κοινωνικής πρόνοιας με την κοινωνική ασφάλιση, ιδίως με τη μορφή που η τελευταία έχει λάβει σήμερα, δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Ωστόσο, αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι, παρά τις εμφανείς διαφορές σε σκοπούς και τεχνικές, στο υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εντοπίζονται παροχές με στοιχεία προνοιακού χαρακτήρα και είναι οι ακόλουθες:
Σύμφωνα με το άρθρο 31 του Ν. 4331/2015, (ΦΕΚ 69Α΄/2-7-15), για τη χορήγηση της σύνταξης σε ανασφάλιστους υπερήλικες, απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Να έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους. β) Να μην λαμβάνουν σύνταξη από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Δημόσιο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό μεγαλύτερη από το πλήρες ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής, λόγω γήρατος, του άρθρου 4 του ν. 4169/1961. Στην περίπτωση εγγάμων ο ή η σύζυγος να μην λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή μεγαλύτερη από το πλήρες ποσό της συνταξιοδοτικής παροχής, λόγω γήρατος, του άρθρου 4 του ν. 4169/1961. γ) Να μην δικαιούνται σύνταξη από οποιονδήποτε Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή το Δημόσιο στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, με εξαίρεση τις συντάξεις που χορηγούνται στους αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης, σύμφωνα με το ν. 1813/1988, όπως ισχύει. δ) Να διαμένουν μόνιμα και νόμιμα στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα (10) έτη πριν την υποβολή της αίτησης για συνταξιοδότηση και εξακολουθούν να διαμένουν κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής τους. ε) Το συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημά τους, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει το ποσό των 4.320 ευρώ ή, στην περίπτωση εγγάμων, το συνολικό ετήσιο οικογενειακό φορολογητέο εισόδημα, καθώς και το απαλλασσόμενο ή φορολογούμενο με ειδικό τρόπο εισόδημα να μην υπερβαίνει το ποσό των 8.640 ευρώ. 2. Βασική σύνταξη (ΟΓΑ) Στους συνταξιοδοτούμενους από τον Κλάδο με δέκα πέντε (15) έτη ασφάλισης και καταβολής εισφορών στον ΟΓΑ χορηγείται η βασική σύνταξη (σύνταξη χωρίς εισφορές) με τις ίδιες χρονικές προϋποθέσεις, μειωμένη ανάλογα με το έτος έναρξης της συνταξιοδότησης, εφόσον δεν λαμβάνουν σύνταξη από οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης, ελληνικό ή ξένο, με εξαίρεση την πολεμική σύνταξη, τη σύνταξη που καταβάλλεται από το Ελληνικό Δημόσιο στα θύματα ή αναπήρους που έπαθαν στην Υπηρεσία τους και εξαιτίας αυτής, τη σύνταξη που χορηγεί το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Αρτοποιών στους ασφαλισμένους του, τη χορηγία των Δημάρχων και Προέδρων Κοινοτήτων και τη σύνταξη από το εξωτερικό, εφόσον είναι μικρότερη της σύνταξης του ΟΓΑ ή έχει χορηγηθεί από χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή χώρα με την οποία έχει συναφθεί διμερής σύμβαση κοινωνικής ασφάλειας. Από 1-1-2027 δεν θα χορηγείται βασική σύνταξη. 3. Κατώτατα όρια σύνταξης (για την ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων) Εκτός από τις γνήσιες ανταποδοτικές συνταξιοδοτικές παροχές, το ελληνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης προβλέπει την εφαρμογή της τεχνικής των κατώτατων ορίων συντάξεων, η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα υιοθέτησης «σύνθετων μηχανισμών» προστασίας για την κάλυψη ατόμων που δεν θεμελιώνουν δικαιώματα σε επαρκείς παροχές από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Στην ιστορική του εξέλιξη, ο θεσμός των κατώτατων ορίων λειτούργησε ως δικλείδα ασφαλείας για τα άτομα που δεν συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις (ημέρες ασφάλισης και αντίστοιχες εισφορές) για λήψη επαρκούς σύνταξης ανταποδοτικού τύπου. Αμβλύνθηκαν έτσι οι ανταποδοτικές διαστάσεις του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας προς όφελος των εργαζομένων εκείνων που δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν με τις εισφορές τους τη χορήγηση μιας αξιοπρεπούς παροχής από τους ασφαλιστικούς φορείς. 4. Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) Θεσμοθετήθηκε την 1η Ιουλίου 1996 και αφορά τόσο τους συνταξιούχους του Δημοσίου και τους εξομοιούμενους με αυτούς, όσο και τους συνταξιούχους γήρατος, αναπηρίας και θανάτου των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και του ΝΑΤ, εκτός του ΟΓΑ. 5. Επίδομα απόλυτης αναπηρίας ή συμπαράστασης Ο νομοθέτης, αναγνωρίζοντας ότι πρέπει να συνδράμει τους ασφαλισμένους αναπήρους, όταν αυτοί βρίσκονται σε κατάσταση που απαιτεί συνεχή επίβλεψη περιποίηση και συμπαράσταση άλλου προσώπου, αποφάσισε, με την παρ. 10 του άρθρου 29 Α.Ν. 1846/1951, τη χορήγηση του επιδόματος απόλυτης αναπηρίας στους συνταξιούχους αναπηρίας και θανάτου του ΙΚΑ. Στη συνέχεια, με την παρ. 20 του Ν. 4496/1966, το επίδομα αυτό χορηγήθηκε και στους συνταξιούχους γήρατος του ΙΚΑ που είναι τυφλοί. Με το άρθρο 42, παρ. 3 του Ν. 1140/1981, επεκτάθηκε η χορήγηση του εν λόγω επιδόματος στους ασφαλισμένους όλων των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. 6. Εξωιδρυματικό ή επίδομα παραπληγίας-τετραπληγίας Το εξωιδρυματικό επίδομα, σύμφωνα με το άρθρο 42 Ν. 1140/1981, χορηγείται σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας, γήρατος ή επιζώντων και στα μέλη των οικογενειών τους που πάσχουν από συγκεκριμένες ασθένειες, υπό την προϋπόθεση ότι δεν λαμβάνουν το επίδομα απόλυτης αναπηρίας. Οι δικαιούχοι πρέπει να έχουν διαγνωσθεί με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%. |
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ Ανεξαρτήτως των επιλογών που θα ακολουθηθούν σε σχέση με την αρχιτεκτονική της σύνταξης, τον τρόπο υπολογισμού κλπ, το σύστημα πρέπει να γίνει απλό, με σαφείς και οριοθετημένους κανόνες, ώστε και η συμμόρφωση να είναι εύκολη και ο έλεγχος να καταστεί ταχεία και απλή διαδικασία. Με αυτό τον τρόπο κατ΄ αρχήν θα περιοριστεί σημαντικά το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, θα αποδεσμευθεί μεγάλο μέρος του προσωπικού των ασφαλιστικών φορέων από ανούσιες γραφειοκρατικές υποχρεώσεις, αλλά θα αποσυμφορηθούν και τα Δικαστήρια, από υποθέσεις που σε καμία περίπτωση, σε ένα ασφαλιστικό σύστημα εξορθολογισμένο, δεν θα αποτελούσαν δικαστηριακές διαφορές. Ειδικότερα, προτείνεται : Α. Για την Ασφάλιση – Έσοδα
Β. Για τις συντάξεις
|
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΕΝΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
|
Θεμελίωση και η οργάνωση αυτού του μέρους του συνταξιοδοτικού συστήματος στην αρχή του φορολογούμενου πολίτη. Εισφορές: Η αναθεμελίωση αυτή συνεπάγεται ότι οι εισφορές στο σύστημα θα υπολογίζονται ως ποσοστό επί του προ φόρων συνολικού εισοδήματος κάθε φορολογούμενου πολίτη ανεξάρτητα από την πηγή προέλευσης του εισοδήματος αυτού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται επιπρόσθετοι πόροι για το σύστημα. Από την εισφορά αυτή εξαιρούνται τα εισοδήματα που προέρχονται από συντάξεις. Το ποσοστό αυτό προτείνεται να κυμανθεί μεταξύ 12 % και 15% (ενδεικτικά). Συντάξεις: Στο σύστημα αυτό το κράτος δεν εγγυάται μόνο την κατώτατη σύνταξη αλλά ποσά συντάξεων που κυμαίνονται εντός ενός διαστήματος που ορίζεται από την κατώτατη και την ανώτατη σύνταξη. Το ποσό αυτό θα προσδιορίζεται με βάση δύο κριτήρια. Το πρώτο από αυτά είναι το κριτήριο της ενδογενεακής αναδιανομής έτσι ώστε να διασφαλίζεται πάντοτε το ύψος της κατώτατης σύνταξης. Για τα κλιμάκια παροχών κύριας σύνταξης άνω ορισμένου ποσού θα ισχύει το δεύτερο κριτήριο, αυτό δηλαδή της περιορισμένης αναλογικότητας. Η μεταβολή αυτή διατηρεί τόσο τον δημόσιο όσο και τον διανεμητικό {PAYG} χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Με το σύστημα αυτό επιτυγχάνονται με πιο αποτελεσματικό και βιώσιμο τρόπο οι βασικοί σκοποί κάθε συνταξιοδοτικού συστήματος: Κάλυψη: Με την αναθεμελίωση του συστήματος μεταβάλλεται ο πληθυσμός αναφοράς αφού αντί να αντιστοιχεί στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας αντιστοιχεί τώρα σε κάθε φορολογούμενο πολίτη. Παράλληλα, η ηλικία συνταξιοδότησης μπορεί εύλογα να οριστεί στα 65 έτη αφού ο ασφαλιστικός βίος αυτονομείται από τον εργάσιμο βίο. Επάρκεια: Η εγγύηση όχι μόνο του ύψους της κατώτατης σύνταξης αλλά του συνολικού διαστήματος αυξάνει την επάρκεια των συντάξεων αποφεύγοντας την εισαγωγή προνοιακής «σύνταξης». Επιπρόσθετα, είναι συμβατή με την κατάργηση του ΕΚΑΣ αφού αυτό θα είναι ενσωματωμένο στην κατώτατη σύνταξη μέσω της αναδιανομής και όχι μέσω μιας επιπρόσθετης κρατικής δαπάνης. Τέλος, μειώνει σημαντικά την αναλογία ανάμεσα στην κατώτατη και την ανώτατη σύνταξη. Με τον τρόπο αυτό, ευνοεί περισσότερο εκείνους τους πολίτες που έχουν χαμηλότερα εισοδήματα είτε εξαιτίας διακεκομμένου εργασιακού βίου είτε εξαιτίας ευέλικτης απασχόλησης. Κόστος Διαχείρισης / Διοικητικό Κόστος: Το κόστος διαχείρισης στο νέο σύστημα μειώνεται σημαντικά καθώς επιτυγχάνεται η εκ των πραγμάτων λειτουργική ενοποίηση όλων των ταμείων σε έναν μόνο φορέα απονομής συντάξεων. Με τον τρόπο αυτό απλοποιούνται οι ρυθμίσεις και οι διαδικασίες κι μάλιστα η απλότητα αυτή είναι διατηρήσιμη. Επιπρόσθετα, εξασφαλίζει μεγαλύτερο βαθμό διαφάνειας ενώ δίνει οριστικό τέλος στην «παθογένεια» της διαδοχικής σύνταξης |