Με ένα σκεπτικό 10 σελίδων, το Μονομελές Πρωτοδικείο «κατακεραυνώνει» το μέτρο της διαθεσιμότητας που εφαρμόστηκε στην περίπτωση των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, κρίνοντας ότι ο θεσμός «θα ήταν συμβατός προς το δημοσιονομικό συμφέρον εφόσον είχε διασφαλιστεί ότι το προσωπικό που τίθεται σε διαθεσιμότητα πλεονάζει ή είναι ακατάλληλο για την εκτέλεση της εργασίας που παρέχει».
Το δικαστήριο με την υπ'αριθμόν 1584/2014 απόφασή του δικαίωσε 397 καθαρίστριες, οι οποίες είχαν βγει στη διαθεσιμότητα από τον περασμένο Σεπτέμβριο, κάνοντας δεκτή την αγωγή τους, κρίνοντας άκυρη την καταγγελία της σύμβασης, και διατάσσοντας την επαναπρόσληψή τους από το υπουργείο Οικονομικών.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το δημόσιο «κατήργησε όλες τις οργανικές θέσεις του εν λόγω κλάδου, μολονότι οι θέσεις αυτές δεν πλεόναζαν, αλλά ήταν προδήλως απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών, η δε αντικατάστασή τους από ιδιωτικά συνεργεία καθαρισμού καθιστά τούτο προφανές, ότι σε καμία περίπτωση δεν ήταν αναγκαία η κατάργηση του συνόλου των οργανικών θέσεων του κλάδου».
Μάλιστα όπως αναφέρεται, οι ενάγουσες παρείχαν υψηλότερες ποιότητας υπηρεσίες από τα ιδιωτικά συνεργεία, «τα οποία ισοσκελίζουν τις χαμηλές προσφορές μέσω της παροχής ελλιπών και χαμηλής ποιότητας υπηρεσιών. Σε κάθε δε περίπτωση, οι απολαβές των εναγόντων ήταν ήδη χαμηλές, αφού κυμαίνονταν από 373 ευρώ έως 750 ευρώ μηνιαίως, και συνεπώς η ανάθεση του έργου καθαριότητας σε ιδιωτικά συνεργεία συνεπάγεται αμφίβολο ταμειακό όφελος».
Το δικαστήριο όμως προχωρά σε μία ακόμη «τολμηρή» σκέψη αφού ρητά αμφισβητεί το νομικό επιχείρημα του δημοσίου το οποίο έκανε επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος για να αιτιολογήσει την καταγγελία των συμβάσεων των καθαριστριών. «Οι λόγοι υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται το εναγόμενο (σ.σ δημόσιο) δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δικαιολογούν ριζοσπαστικές επεμβάσεις στη ζωή των πολιτών που οδηγούν στην εξαθλίωση πλήθους οικογενειών, με προφανή κίνδυνο αποδόμησης της κοινωνίας. Σε κάθε δε περίπτωση, η καταγγελία των συμβάσεων εργασίας θα έπρεπε να είναι το ύστατο μέτρο δημοσιονομικής πειθαρχίας».