Νέα του Συλλόγου ΠΑΝΣΥΠΟ

Ταμείο Ανάκαμψης Δ.ΥΠ.Α.- «ASSET MANAGEMENT SYSTEM» :Στα αγγλικά ακούγεται πιο σοβαρό – κοστίζει όμως πολύ περισσότερο- Ψηφιοποίηση με αγγλικό τίτλο και ελληνικό λογαριασμό

«ASSET MANAGEMENT SYSTEM» :
Στα αγγλικά ακούγεται πιο σοβαρό – κοστίζει όμως πολύ περισσότερο

Με αγγλικό τίτλο, το έργο «ανεβαίνει κατηγορία»
Από βάση δεδομένων ακίνητης περιουσίας σε ASSET MANAGEMENT SYSTEM

Ψηφιοποίηση με αγγλικό τίτλο και ελληνικό λογαριασμό

Στη σύγχρονη διοικητική πρακτική των τελευταίων ετών, αν κάτι ακούγεται πολύ απλό, το βαφτίζεις στα αγγλικά και αποκτά αμέσως κύρος, βάθος και – όπως φαίνεται – πολλαπλάσιο κόστος. Το έργο που ξεκίνησε ως «Βάση Δεδομένων Ακίνητης Περιουσίας» της Δ.ΥΠ.Α. και κατέληξε να λέγεται «ASSET MANAGEMENT SYSTEM» δεν είναι απλώς μια ψηφιακή εφαρμογή. Είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μια λέξη αλλάζει γλώσσα, το αντικείμενο μεγαλώνει και ο προϋπολογισμός απογειώνεται.

Πίσω από τον αγγλικό τίτλο και τη βιτρίνα της ψηφιακής μετάβασης, ξεδιπλώνεται μια πορεία που μόνο ουδέτερη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Ένα έργο που εντάχθηκε αρχικά με σαφώς χαμηλότερο κόστος, τροποποιήθηκε επανειλημμένα πριν καν προκηρυχθεί, απέκτησε πρόσθετα αντικείμενα, ανελκυστήρες, εξοπλισμούς και “έξυπνες” λειτουργίες, και τελικά κατέληξε σε σύμβαση εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ με έκπτωση που μετά βίας φαίνεται στον λογαριασμό. Κι όλα αυτά την ώρα που το έργο τρέχει στο παρά πέντε των προθεσμιών του Ταμείου Ανάκαμψης, μετατρέποντας τον χρόνο σε μόνιμη δικαιολογία και την πίεση σε κανονικότητα.

Αν κάτι διδάσκει αυτή η ιστορία, είναι ότι στην πράξη η ψηφιοποίηση δεν αρκεί να είναι «έξυπνη». Πρέπει πρώτα να είναι διαφανής. Και όταν το χιούμορ τελειώνει, μένουν τα ερωτήματα για το κόστος, τις επιλογές και τις ευθύνες.

Η συνολική του πορεία, όπως αποτυπώνεται στα επίσημα έγγραφα ένταξης, στις τροποποιήσεις τους, στον διαγωνισμό και στη σύμβαση, συγκροτεί μια εικόνα που γεννά σοβαρά πολιτικά και θεσμικά ερωτήματα για τη διαχείριση δημόσιων πόρων, τη διαφάνεια και την πραγματική προστασία του δημοσίου συμφέροντος.

Το έργο εντάχθηκε αρχικά στο Ταμείο Ανάκαμψης με σαφώς μικρότερο οικονομικό αποτύπωμα. Η αρχική απόφαση ένταξης προσδιόριζε δημόσια δαπάνη ύψους 147.891€ και αφορούσε ανάπτυξη κεντρικής γεωγραφικής βάσης δεδομένων ακίνητης περιουσίας, αξιοποίηση υφιστάμενων δεδομένων από βάσεις τύπου Oracle, αρχεία excel και αναλογικό υλικό, καθώς και δημιουργία διαδικτυακής εφαρμογής διαχείρισης και χωρικό προσδιορισμό αρμοδιοτήτων ΚΠΑ2. Πρόκειται για έργο καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα, με λογική ψηφιακής οργάνωσης και ενοποίησης δεδομένων.

Στη συνέχεια όμως, πριν ακόμη φτάσουμε στον διαγωνισμό, το έργο τροποποιήθηκε όχι μία αλλά τρεις φορές, το 2023, το 2024 και το 2025. Οι τροποποιήσεις αυτές δεν περιορίστηκαν σε τυπικές διορθώσεις ή τεχνικές επικαιροποιήσεις. Αντίθετα, διεύρυναν ουσιωδώς το φυσικό αντικείμενο και οδήγησαν σε εκτόξευση του προϋπολογισμού. Με τις τροποποιήσεις προστέθηκε Υποέργο 2 «Εμπλουτισμός της Βάσης Δεδομένων Ακίνητης Περιουσίας ΔΥΠΑ», παρατάθηκαν οι προθεσμίες υλοποίησης και μεταβλήθηκε το περιεχόμενο του έργου, το οποίο πλέον περιγράφεται ως ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης όχι μόνο ακινήτων, αλλά και εξοπλισμού και υποδομών, συμπεριλαμβανομένων εργασιών συντήρησης, τεχνικών παρεμβάσεων και στοιχείων όπως ανελκυστήρες και λοιπός εξοπλισμός. Έτσι, από ένα περιορισμένο πληροφοριακό έργο, φτάσαμε σε ένα πολυσύνθετο σύστημα τύπου διαχείρισης παγίων και υποδομών.

Το αποτέλεσμα αυτής της διοικητικής πορείας είναι αποκαλυπτικό: ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου εμφανίζεται να φτάνει τα 618.760 ευρώ, ενώ το Υποέργο 2 προκηρύχθηκε με εγκεκριμένο προϋπολογισμό 440.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ. Στον διεθνή ανοικτό διαγωνισμό που ακολούθησε, η σύμβαση κατακυρώθηκε τελικά στο ποσό των 420.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ, δηλαδή με έκπτωση μόλις 4,54%.

Σε μια ώριμη αγορά πληροφορικής και τεχνικών υπηρεσιών, με πληθώρα δυνητικών παρόχων και με κριτήριο ανάθεσης τη βέλτιστη σχέση ποιότητας–τιμής, μια τόσο χαμηλή έκπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί θεμιτό αποτέλεσμα ουσιαστικού ανταγωνισμού. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη διαρκή διεύρυνση του αντικειμένου μέσω τροποποιήσεων ένταξης, εντείνει τα εύλογα ερωτήματα για το πώς ακριβώς διαμορφώθηκε το κόστος και με ποια πραγματικά δεδομένα.

Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι, παρά την εκτόξευση του προϋπολογισμού και τη μετατροπή του έργου σε σύνθετο σύστημα διαχείρισης ακινήτων και εξοπλισμού, στα διαθέσιμα έγγραφα δεν αποτυπώνεται με σαφή και δεσμευτικό τρόπο η ποσοτικοποίηση του αντικειμένου. Δεν προκύπτει δημόσια αριθμός ακινήτων, αριθμός εγγραφών, πλήθος εξοπλισμού, όγκος δεδομένων, αριθμός ΚΠΑ2, πλήθος εργασιών συντήρησης ή μετρήσιμοι δείκτες ποιότητας και πληρότητας. Χωρίς τέτοια ποσοτικά στοιχεία, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να ελεγχθεί αν το κόστος που εγκρίθηκε αντιστοιχεί πράγματι στον πραγματικό όγκο και τη δυσκολία της εργασίας ή αν πρόκειται για ένα αντικείμενο διατυπωμένο με τέτοια γενικότητα ώστε να καθίσταται ανεξέλεγκτο.

Στο πρόβλημα αυτό προστίθεται και η πίεση του χρόνου. Η σύμβαση προβλέπει διάρκεια πέντε μηνών και ρητή καταληκτική ημερομηνία ολοκλήρωσης την 30ή Απριλίου 2026. Η ημερομηνία αυτή τοποθετεί το έργο στην πλέον ασφυκτική φάση υλοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, λίγο πριν από τα τελικά ευρωπαϊκά ορόσημα του 2026. Η επιλογή αυτή δημιουργεί αντικειμενικά τον κίνδυνο η ανάγκη τήρησης προθεσμιών να υπερισχύσει του ουσιαστικού ελέγχου ποιότητας, μεταφέροντας την πίεση στις υπηρεσίες και στις επιτροπές παραλαβής, οι οποίες μπορεί να βρεθούν μπροστά στο δίλημμα να παραλάβουν ένα έργο με ελλείψεις προκειμένου να μη χαθούν προθεσμίες και χρηματοδοτήσεις. Αυτός ο κίνδυνος δεν αφορά πρόσωπα, αλλά τις ίδιες τις διοικητικές επιλογές που οδήγησαν το έργο να «τρέχει» στο παρά πέντε.

Τέλος, από το σώμα της σύμβασης δεν προκύπτει με σαφήνεια ρητή και κοστολογημένη πρόβλεψη για μακροχρόνια συντήρηση και λειτουργική υποστήριξη μετά την οριστική παραλαβή. Αν η συντήρηση και η υποστήριξη δεν αποτελούν δεσμευτικό μέρος του συμβατικού τιμήματος, τότε είναι εξαιρετικά πιθανό η Δ.ΥΠ.Α να βρεθεί αντιμέτωπη με πρόσθετες μελλοντικές δαπάνες για να διατηρήσει το σύστημα λειτουργικό, ασφαλές και επικαιροποιημένο. Με τον τρόπο αυτό, το πραγματικό κόστος του έργου μετακυλίεται στο μέλλον και επιβαρύνει εκ νέου τον δημόσιο φορέα και την κοινωνία.

Όλα τα παραπάνω δεν συνιστούν υποψίες ούτε υπαινιγμούς. Συνιστούν τεκμηριωμένα πολιτικά ερωτήματα που προκύπτουν από τα ίδια τα επίσημα έγγραφα.

Γι’ αυτό και καλούμε τη διοίκηση της Δ.ΥΠ.Α να απαντήσει καθαρά και δημόσια:

  • πώς αιτιολογείται η μετάβαση από αρχικό έργο 147.891 ευρώ σε συνολικό προϋπολογισμό που ξεπερνά τις 600.000 ευρώ μέσω τριών τροποποιήσεων ένταξης;

  • Ποια ακριβώς πρόσθετα αντικείμενα, ποσοτικοποιημένα και μετρήσιμα, δικαιολογούν αυτή την εκτόξευση του κόστους;

  • Πώς τεκμηριώνεται ότι η σύμβαση των 420.000 ευρώ, με έκπτωση μόλις 4,54%, αντανακλά ουσιαστικό ανταγωνισμό και βέλτιστη αξιοποίηση δημόσιων πόρων;

  • πόσες εταιρείες συμμετείχαν τελικά στον διαγωνισμό και πόσες υπέβαλαν παραδεκτές προσφορές

  • Ποια συγκεκριμένα μέτρα έχουν ληφθεί ώστε η πίεση των προθεσμιών του 2026 να μη μετατραπεί σε πίεση για τυπική και όχι ουσιαστική παραλαβή;

  • Και, τέλος, αν και πώς διασφαλίζεται ότι η συντήρηση και η λειτουργία του συστήματος δεν θα οδηγήσουν σε νέο κύκλο δαπανών εις βάρος της Δ.ΥΠ.Α και της κοινωνίας;

Απέναντι σε όλα αυτά τα τεκμηριωμένα ερωτήματα, η διοίκηση της Δ.ΥΠ.Α τί θα κάνει:

Επιλέγει τη σιωπή;

Παρά τα επανειλημμένα αιτήματα, αρνείται να συναντηθεί με το Διοικητικό Συμβούλιο του ΠΑΝΣΥΠΟ, αποφεύγοντας κάθε ουσιαστική συζήτηση για πολλά προβλήματα των εργαζομένων αλλά και για τα έργα του ταμείου ανάκαμψης και συγκεκριμένα για ένα έργο εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ που αφορά άμεσα τη διαχείριση δημόσιας περιουσίας και τη δουλειά των εργαζομένων. Αυτή η στάση δεν συνιστά απλώς διοικητική αδράνεια· συνιστά πολιτική επιλογή απαξίωσης του θεσμικού διαλόγου και της λογοδοσίας.

Ζητούμε επίσης να δοθούν σαφείς απαντήσεις για τους λόγους της πολυετούς καθυστέρησης στην προκήρυξη του διαγωνισμού, από την αρχική ένταξη του έργου έως την τελική δημοσίευσή του, καθώς και για το ποιο επίπεδο διοικητικής ευθύνης είχε την αρμοδιότητα και την ευθύνη αυτής της καθυστέρησης .

Όταν μια διοίκηση δεν δίνει απαντήσεις, δεν συζητά και δεν τεκμηριώνει τις επιλογές της, τότε η ευθύνη μεταφέρεται αλλού.

Για τον λόγο αυτό, καλούμε σε άμεσο κοινοβουλευτικό έλεγχο για το σύνολο του έργου «ASSET MANAGEMENT SYSTEM – Βάση Δεδομένων Ακίνητης Περιουσίας ΔΥΠΑ», για τις τροποποιήσεις ένταξης που εκτόξευσαν τον προϋπολογισμό, για τη διαδικασία του διαγωνισμού και για τους όρους παράδοσης, παραλαβής και μελλοντικής λειτουργίας του συστήματος.

Η διαφάνεια δεν είναι προαιρετικό καθήκον της κάθε Διοίκησης και δεν ενεργοποιείται κατά βούληση. Αποτελεί υποχρέωση που απορρέει από τη διαχείριση δημόσιου χρήματος και, όταν δεν τηρείται, θα πρέπει να ενεργοποιεί αναγκαστικά τους μηχανισμούς θεσμικού και πολιτικού ελέγχου.