250 «άγνωστα» μαθήματα, χωρίς αριθμό των σελίδων που θα ψηφιοποιηθούν και χωρίς δεσμευτικά κριτήρια ελέγχου:
σοβαρά ερωτήματα για τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης στη Δ.ΥΠ.Α
1.352.840 € με ΦΠΑ, έκπτωση 3,77% και έργο χωρίς αντικείμενο250 «άγνωστα» μαθήματα, χωρίς αριθμό των σελίδων που θα ψηφιοποιηθούν και χωρίς δεσμευτικά κριτήρια ελέγχου: σοβαρά ερωτήματα για τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης στη Δ.ΥΠ.Α |
Το έργο «SUB3: E-learning και ψηφιοποίηση εκπαιδευτικού περιεχομένου – 250 μαθήματα της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης», χρηματοδοτούμενο από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα έργου που παρουσιάζει σοβαρές και σωρευτικές δομικές αδυναμίες από το στάδιο της ένταξης έως και το στάδιο της υλοποίησης.
Η απόφαση ένταξης του έργου ελήφθη τον Σεπτέμβριο του 2022. Ήδη από το σημείο αυτό, το φυσικό αντικείμενο περιγράφεται γενικά, χωρίς καμία ποσοτικοποίηση του έγχαρτου υλικού που επρόκειτο να ψηφιοποιηθεί. Παρότι γίνεται γενική αναφορά σε τουλάχιστον 250 μαθήματα, δεν προσδιορίζεται ποια ακριβώς είναι αυτά τα μαθήματα που θα ψηφιοποιηθούν, ούτε ο αριθμός σελίδων ανά μάθημα, ούτε ο συνολικός αριθμός σελίδων του έργου, ούτε έστω ένα τεκμηριωμένο εκτιμώμενο εύρος όγκου, με αποτέλεσμα το φυσικό αντικείμενο να παραμένει ασαφές, μη ποσοτικοποιημένο και ουσιαστικά μη ελέγξιμο από το στάδιο του σχεδιασμού.
Σε έργο ψηφιοποίησης, η απουσία προσδιορισμού του αριθμού των σελίδων δεν αποτελεί μια ασήμαντη τεχνική λεπτομέρεια αλλά θεμελιώδη έλλειψη. Ο αριθμός των σελίδων που θα ψηφιοποιηθούν συνιστά τη βασική και αδιαπραγμάτευτη μονάδα μέτρησης του φυσικού αντικειμένου. Όταν δεν ορίζεται ούτε ο αριθμός των σελίδων ανά μάθημα ούτε ο συνολικός όγκος προς ψηφιοποίηση, το έργο στερείται μετρήσιμου φυσικού αντικειμένου και εισέρχεται στο χρηματοδοτικό πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης χωρίς ποσοτική βάση, χωρίς δυνατότητα ελέγχου κόστους, χωρίς δυνατότητα επαλήθευσης πληρότητας και, τελικά, χωρίς ουσιαστικές εγγυήσεις διαφάνειας και λογοδοσίας.
Μεταξύ της ένταξης του έργου το 2022 και της έναρξης της διαγωνιστικής διαδικασίας μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου ενάμιση έως δύο ετών. Το διάστημα αυτό δεν αξιοποιήθηκε για την αναγκαία ωρίμανση του έργου. Δεν προκύπτει ότι πραγματοποιήθηκε απογραφή του υλικού, τεχνική αποτύπωση του όγκου προς ψηφιοποίηση ή αναθεώρηση των τεχνικών προδιαγραφών ώστε να καταστεί το αντικείμενο σαφές και ελέγξιμο. Η χρονική υστέρηση που μεσολάβησε από την απόφαση ένταξης του έργου τον Σεπτέμβριο του 2022 έως την προκήρυξη και την κατακύρωση του διαγωνισμού κατά τα έτη 2024–2025 δεν αξιοποιήθηκε για την απαιτούμενη ποιοτική ωρίμανση και ποσοτικοποίηση του φυσικού αντικειμένου, αλλά, αντιθέτως, είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά και παγίωση της ίδιας δομικής αοριστίας από το στάδιο της ένταξης αυτούσια στη διακήρυξη και στη σύμβαση, καθιστώντας το έργο μη επαρκώς ορισμένο και ουσιαστικά μη ελέγξιμο ως προς την αναλογικότητα της δαπάνης και την πληρότητα της υλοποίησης.
Ο διαγωνισμός προκηρύχθηκε με με προϋπολογισμό 1.091.000 ευρώ χωρίς ΦΠΑ και κατακυρώθηκε στο ποσό των 1.049.850 ευρώ χωρίς ΦΠΑ με έκπτωση μόλις 3,77%, μια έκπτωση πρακτικά αμελητέα που καταδεικνύει την ουσιαστική απουσία ανταγωνιστικής πίεσης και καθιστά το οικονομικό αποτέλεσμα τυπικό και όχι ουσιαστικό, ιδίως όταν το έργο χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους και στερείται ποσοτικοποιημένου φυσικού αντικειμένου, γεγονός που αποκλείει κάθε σοβαρό έλεγχο της αναλογικότητας της δαπάνης και της πραγματικής αξίας της σύμβασης.
Ωστόσο, το κρισιμότερο στοιχείο δεν είναι το ποσοστό της έκπτωσης καθαυτό, αλλά το γεγονός ότι το οικονομικό τίμημα δεν συνδέεται με καμία ποσοτική μονάδα παραγωγής. Χωρίς αριθμό σελίδων, δεν μπορεί να υπολογιστεί κόστος ανά σελίδα, δεν μπορεί να ελεγχθεί η αναλογικότητα της δαπάνης και δεν μπορεί να γίνει σύγκριση με αντίστοιχα έργα.
Η σύμβαση που υπογράφηκε επιβεβαιώνει και παγιώνει αυτή τη δομική αδυναμία. Παρότι το έργο αφορά ρητά ψηφιοποίηση έγχαρτου αρχείου, δεν περιλαμβάνει ούτε συνολικό αριθμό σελίδων ούτε κατανομή σελίδων ανά μάθημα ούτε ποσοτικά κριτήρια παραδοτέων ανά φάση. Το τίμημα είναι ενιαίο και αποσυνδεδεμένο από μετρήσιμη παραγωγή. Στην πράξη, το Δημόσιο δεσμεύεται να πληρώσει συγκεκριμένο ποσό χωρίς να έχει προσδιορίσει τι ακριβώς, σε ποιον όγκο και με ποια ποσοτική πληρότητα αγοράζει.
Η κατάσταση επιβαρύνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι προβλέπεται προκαταβολή έως 50% του συμβατικού τιμήματος. Σε έργο με μη ποσοτικοποιημένο φυσικό αντικείμενο, η προκαταβολή αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εκταμίευσης χωρίς επαληθεύσιμη αντιπαροχή, ιδίως όταν ο χρόνος υλοποίησης είναι περιορισμένος και η πίεση επίτευξης οροσήμων είναι δεδομένη.
Η παραλαβή του έργου, η οποία εκ του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου διενεργείται από επιτροπές του ίδιου του φορέα, καθίσταται εκ των πραγμάτων προσχηματική, διότι η απουσία προσδιορισμένου αριθμού σελίδων αφαιρεί κάθε αντικειμενικό κριτήριο ελέγχου πληρότητας και ολοκλήρωσης του φυσικού αντικειμένου, καθιστώντας αδύνατη την επαλήθευση αν παραδόθηκε το σύνολο ή μόνο μέρος του έργου· υπό αυτές τις συνθήκες ο έλεγχος περιορίζεται αναγκαστικά στη διαπίστωση ύπαρξης ψηφιακών αρχείων και όχι στην ουσιαστική πιστοποίηση αποτελέσματος, γεγονός που αντιβαίνει ευθέως στις θεμελιώδεις αρχές του Ταμείου Ανάκαμψης περί μετρησιμότητας, επαληθευσιμότητας και του ελέγχου των δαπανών και μετατρέπει τη διαδικασία παραλαβής σε τυπική επικύρωση πληρωμής χωρίς πραγματική διασφάλιση του δημοσίου και ευρωπαϊκού χρήματος.
Το σύνολο των ανωτέρω δεν αποτελεί άθροισμα επιμέρους ατελειών, αλλά συγκροτεί ένα συνεκτικό και ανησυχητικό μοτίβο συστημικής αστοχίας: έργο που εντάσσεται χωρίς ποσοτικοποιημένο φυσικό αντικείμενο, καθυστερεί επί μακρόν χωρίς ουσιαστική ωρίμανση, δημοπρατείται με γενικές και μη δεσμευτικές προδιαγραφές, χωρίς καν να προσδιορίζεται ποια ακριβώς είναι τα μαθήματα που θα ψηφιοποιηθούν, κατακυρώνεται με οριακή οικονομική απόκλιση και υλοποιείται με ενιαίο τίμημα και πρόβλεψη προκαταβολής, διαμορφώνοντας ήδη από το στάδιο της σύμβασης ένα πλαίσιο στο οποίο τα μέλη της επιτροπής παραλαβής δεν δεσμεύονται από αντικειμενικά, ποσοτικά και επαληθεύσιμα κριτήρια ως προς το τι ακριβώς οφείλουν να ελέγξουν και να παραλάβουν, γεγονός που προδιαγράφει εκ των προτέρων την αδυναμία ουσιαστικού ελέγχου πληρότητας, αντικειμένου και αναλογικότητας της δαπάνης και κατατάσσει το έργο, σε ελεγκτικό επίπεδο, στην κατηγορία υψηλού δομικού κινδύνου πριν ακόμη εισέλθει στο στάδιο της παραλαβής.
Σε ένα έργο ψηφιοποίησης, η απουσία αριθμού σελίδων δεν είναι τεχνική λεπτομέρεια. Είναι η απουσία του ίδιου του έργου ως μετρήσιμου αντικειμένου. Χωρίς αυτήν, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε έλεγχος κόστους, ούτε έλεγχος πληρότητας, ούτε τεκμηρίωση ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης αξιοποιήθηκαν με τρόπο διαφανή, αναλογικό και ελέγξιμο.
Το συμπέρασμα είναι σαφές και δεν επιδέχεται ουσιαστική αμφισβήτηση: όταν ένα έργο ψηφιοποίησης σχεδιάζεται, καθυστερεί, ανατίθεται και υλοποιείται χωρίς να είναι γνωστός ο αριθμός των σελίδων που θα ψηφιοποιηθούν, το Δημόσιο δεν μπορεί να αποδείξει τι αγόρασε και αν το παρέλαβε. Και όταν μια τέτοια πρακτική εφαρμόζεται σε έργο χρηματοδοτούμενο από ευρωπαϊκούς πόρους, παύει οριστικά να μπορεί να χαρακτηριστεί ως απλή διοικητική αστοχία και μετατρέπεται σε ευθύ θεσμικό ζήτημα λογοδοσίας, διαφάνειας και αξιοπιστίας του ίδιου του μηχανισμού διαχείρισης του δημόσιου και ενωσιακού χρήματος.
Ιδιαίτερη θεσμική βαρύτητα αποκτά το γεγονός ότι η ολοκλήρωση και παραλαβή του έργου χρονικά συμπίπτει με την καταληκτική προθεσμία υλοποίησης των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ η προκήρυξη του διαγωνισμού καθυστέρησε αδικαιολόγητα επί μακρόν. Η επιλογή αυτή δημιουργεί αντικειμενικά τεχνητές συνθήκες απορρόφησης, κατά παράβαση των θεμελιωδών αρχών του Ταμείου Ανάκαμψης περί χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, μετρησιμότητας και ουσιαστικής επαληθευσιμότητας των δαπανών, καθώς μετατρέπει την ίδια την καθυστέρηση της Διοίκησης σε μηχανισμό ασφυκτικής πίεσης επί των επιτροπών παραλαβής, με το σαφές και εκβιαστικό δίλημμα «παραλαβή όπως όπως ή απώλεια κονδυλίων», μετακυλίοντας έτσι την ευθύνη διοικητικών επιλογών στα όργανα ελέγχου και υπονομεύοντας ευθέως την ανεξαρτησία, την αντικειμενικότητα και τη νομιμότητα της διαδικασίας παραλαβής.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένες αστοχίες ή τεχνικές παραλείψεις, αλλά για έναν τρόπο σχεδιασμού και υλοποίησης που ακυρώνει εκ των προτέρων τη δυνατότητα ουσιαστικού ελέγχου, λογοδοσίας και διασφάλισης του δημοσίου και ευρωπαϊκού χρήματος· ένα έργο χωρίς σαφώς ορισμένο αντικείμενο, χωρίς ποσοτικοποίηση, χωρίς προσδιορισμό των μαθημάτων και χωρίς δεσμευτικά κριτήρια παραλαβής δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με τις αρχές του Ταμείου Ανάκαμψης, και γι’ αυτό η Διοίκηση της ΔΥΠΑ οφείλει άμεσα και δημόσια να δώσει πλήρεις και τεκμηριωμένες απαντήσεις, πριν το κόστος αυτής της πρακτικής μετακυλιστεί, για ακόμη μία φορά, στους εργαζόμενους και στην κοινωνία.
Με βάση όλα τα παραπάνω, η Διοίκηση της Δ.ΥΠ.Α δεν μπορεί πλέον να σιωπά και οφείλει να απαντήσει καθαρά και χωρίς υπεκφυγές:
-
Ποιος ανέλαβε την ευθύνη να εντάξει στο Ταμείο Ανάκαμψης ένα έργο ψηφιοποίησης χωρίς να γνωρίζει ούτε τον όγκο του υλικού ούτε καν ποια είναι τα 250 μαθήματα που υποτίθεται ότι θα ψηφιοποιηθούν;
-
Ποιος αποφάσισε να χαθούν σχεδόν δύο ολόκληρα χρόνια, από τον Σεπτέμβριο του 2022 έως την προκήρυξη του διαγωνισμού, χωρίς να γίνει ούτε το στοιχειώδες, δηλαδή η απογραφή και ποσοτικοποίηση του φυσικού αντικειμένου;
-
Ποιος εισηγήθηκε και ποιος ενέκρινε τη δημοπράτηση και την κατακύρωση σύμβασης ύψους άνω των 1,3 εκατομμυρίων ευρώ με ΦΠΑ, με έκπτωση μόλις 3,77%, όταν δεν υπήρχε καμία απολύτως βάση για να ελεγχθεί αν το τίμημα είναι εύλογο ή υπερκοστολογημένο;
-
Ήταν η εταιρεία που ανέλαβε το έργο η μοναδική συμμετέχουσα στον διαγωνισμό και, αν ναι, ποια μέτρα έλαβε η Δ.ΥΠ.Α για να διασφαλίσει πραγματικό ανταγωνισμό και όχι μια τυπική διαδικασία χωρίς ουσιαστική οικονομική πίεση;
-
Πώς ακριβώς αναμένεται από τα μέλη της επιτροπής παραλαβής να ασκήσουν ουσιαστικό έλεγχο, όταν η ίδια η σύμβαση δεν τα δεσμεύει ούτε ως προς το ποια μαθήματα παραλαμβάνονται, ούτε ως προς τον όγκο, ούτε ως προς την πληρότητα του παραδοτέου;
-
Και τελικά, ποιος θα αναλάβει την ευθύνη αν αποδειχθεί ότι ένα έργο χωρίς σαφές, μετρήσιμο και επαληθεύσιμο φυσικό αντικείμενο δεν μπορεί να ελεγχθεί, θέτοντας σε κίνδυνο τη συμμόρφωση με τις αρχές του Ταμείου Ανάκαμψης και εκθέτοντας τη χώρα σε δημοσιονομικές διορθώσεις και καταλογισμούς;
Αυτά δεν είναι θεωρητικά ερωτήματα ούτε συνδικαλιστικές υπερβολές. Είναι ερωτήματα ευθύνης, διαχείρισης και λογοδοσίας για τη χρήση ευρωπαϊκών πόρων και για έναν τρόπο διοίκησης που δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς έλεγχο και διαφάνεια.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, και ιδίως υπό το απαράδεκτο γεγονός ότι η Διοίκηση της ΔΥΠΑ αρνείται να συναντήσει το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου και να δώσει θεσμικές απαντήσεις στα εύλογα ερωτήματα που έχουν τεθεί, καλούμε τα πολιτικά κόμματα να αναλάβουν κοινοβουλευτική πρωτοβουλία με κατάθεση ερωτήσεων και αιτημάτων ελέγχου, ώστε να διερευνηθεί πλήρως ο σχεδιασμός, η ανάθεση και η υλοποίηση του έργου, πριν ολοκληρωθεί η εκταμίευση των πόρων και παγιωθούν τετελεσμένα που δεν θα μπορούν πλέον να ανατραπούν, σε βάρος της διαφάνειας, της λογοδοσίας και του δημοσίου συμφέροντος.

