Στην πιο ωμή μορφή της εκφράζεται η αποτυχία της κυβέρνησης να διαχειριστεί τη στεγαστική κρίση, μέσα από τη διαφημιζόμενη ,αλλά ουσιαστικά κενή περιεχομένου ,πλατφόρμα stegasi.gov.gr. Πρόκειται για μια «ψηφιακή βιτρίνα» 43 δράσεων, φτιαγμένη όχι για να ανακουφίσει τις ανάγκες των πολιτών, αλλά για να εξωραΐσει με επικοινωνιακά κόλπα μια πολιτική απογυμνωμένη από κοινωνικό όραμα, συνέπεια και προσανατολισμό.
Ανάμεσα στις φανφάρες για κοινωνική στροφή και έμφαση στη στέγαση, η κυβέρνηση Μητσοτάκη περιορίζει την «κοινωνική αντιπαροχή» μόλις στο 30% των νέων κατοικιών, αφήνοντας το 70% βορά στην αγορά, τους developers και τα funds, που ήδη καθορίζουν με όρους κερδοσκοπίας την αγορά στέγης. Ούτε μία σπιθαμή δημόσιας περιουσίας δεν μένει έξω από το σχέδιο εκποίησης με αντάλλαγμα, κάτι σαν κοινωνική πολιτική.
Η ελληνική ιδιοκατοίκηση κατέρρευσε από τα ιστορικά επίπεδα του 80% της δεκαετίας του ’90, ακολουθώντας τις επιταγές της μεταμνημονιακής λιτότητας, της φτώχειας και του μετασχηματισμού της κατοικίας από κοινωνικό δικαίωμα σε προϊόν επένδυσης. Την ίδια ώρα, το ποσοστό ικανοποίησης από τις συνθήκες στέγασης κατατάσσει τη χώρα δεύτερη χειρότερη στην Ευρώπη μετά την Ιρλανδία. Οι ενοικιαστές υποφέρουν, και όχι μόνο οικονομικά.
Στην Ελλάδα του 2025,οι οικογένειες δίνουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για να στεγαστούν.
Το δήθεν πολυεπίπεδο σχέδιο της κυβέρνησης στηρίζεται σε θραύσματα παλαιών εξαγγελιών και υποσχέσεων, προγράμματα σαν το «Σπίτι μου 1 & 2», που ενίσχυσαν τη ζήτηση χωρίς επαρκή προσφορά, οδηγώντας σε άνοδο των τιμών στα παλιά διαμερίσματα και κερδοσκοπικά φαινόμενα.
Άλλα προγράμματα, όπως το «Κάλυψη» και το «Στέγαση και Εργασία», είναι ανεπαρκή, περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας και με ασφυκτικά κριτήρια, αποκλείοντας μαζικά δικαιούχους. Οι προσωρινοί περιορισμοί στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, σε ελάχιστες περιοχές, δεν αντιμετωπίζουν τη ρίζα του προβλήματος: τη μετατροπή του κέντρου της Αθήνας και άλλων πόλεων σε real estate πάρκα.
ΣΔΙΤ:Κοινωνική πολιτική με τιμές αγοράς
Η «καινοτόμα» λύση της κυβέρνησης, να εμπλέξει τον ιδιωτικό τομέα μέσω ΣΔΙΤ για την κατασκευή κοινωνικών κατοικιών, δεν είναι τίποτα άλλο από έμμεση ιδιωτικοποίηση της στεγαστικής πολιτικής. Η διεθνής εμπειρία, από το βρετανικό φιάσκο των PFI μέχρι τις εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, καταρρίπτει το αφήγημα των ΣΔΙΤ: υπερβάσεις κόστους, αναποτελεσματικότητα, απώλεια δημοσίου ελέγχου και ανυπαρξία διαφάνειας.
Ειδικά όταν μόνο το 30% των κατοικιών θα είναι κοινωνικού χαρακτήρα, και οι υπόλοιπες προορίζονται για αγορά ή ενοικίαση σε εμπορικές τιμές, είναι σαφές πως δεν μιλάμε για κοινωνική κατοικία αλλά για ιδιωτική επένδυση με κρατική επιδότηση.
Η παραχώρηση της δημόσιας γης, ακόμα και της περιουσίας του πρώην ΟΕΚ ,που χρηματοδοτήθηκε από τους εργαζόμενους,προς εκμετάλλευση από επενδυτές χωρίς διασφάλιση φθηνών ενοικίων, είναι μνημείο κοινωνικής ανισότητας και σκανδαλώδους κρατικής συναλλαγής με την αγορά. Αντί για κρατική παρέμβαση με αξιοποίηση των αποθεματικών του ΟΕΚ (άνω του 1 δισ. ευρώ), βλέπουμε άλλη μια κοινωνική πολιτική καραμπόλα υπέρ των εργολάβων.
Φοιτητικές εστίες για λίγους
Ακόμα και η πανεπιστημιακή στέγη εντάσσεται σε ΣΔΙΤ: τέσσερις νέες εστίες σε Κρήτη, Θεσσαλία, Δυτική Μακεδονία και Θράκη, με αμφίβολη συμμετοχή του Δημοσίου και φόβους για υψηλά ενοίκια που θα εξαιρέσουν χιλιάδες φοιτητές. Η επίσημη κρατική πολιτική πλέον αντιμετωπίζει τους φοιτητές ως πελάτες και τις σπουδές ως εμπόρευμα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Το μεγαλύτερο εργαλείο που είχε ποτέ το κράτος για να κάνει στροφή σε ένα κοινωνικά δίκαιο μοντέλο κατοικίας, το Ταμείο Ανάκαμψης, δεν επενδύεται στη στέγαση, αλλά κατευθύνεται σε μεγάλα έργα χωρίς κοινωνική διάσταση. Για ακόμη μία φορά, η προτεραιότητα είναι το real estate, όχι η κοινωνική συνοχή.
Η πραγματικότητα πίσω από την πλατφόρμα
Στην Ελλάδα του 2025, η Κυβέρνηση βαφτίζει «κοινωνική πολιτική» την ιδιωτική επένδυση και ο πολίτης πρέπει να ευγνωμονεί αν βρει ένα σπίτι με επιδότηση.
Όταν η Τράπεζα της Ελλάδος καταγράφει αύξηση στις τιμές των ακινήτων +13,9% το 2023 και +8,7% το 2024, με το εισόδημα να αυξάνεται μόλις 5,6% τότε δεν μιλάμε απλώς για κρίση. Μιλάμε για στρατηγική ακρίβειας και αποκλεισμού.
Απαιτούμε:
Η στέγαση δεν είναι αγαθό πολυτελείας, ούτε αντικείμενο κερδοσκοπίας για να εξασφαλίσουν υπερκέρδη λίγοι εργολάβοι και επενδυτές. Χρειάζεται ρήξη με το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που ευνοεί την αγορά και μετατρέπει τη δημόσια πολιτική σε εξάρτημα του ιδιωτικού τομέα. Μαζικό πρόγραμμα κοινωνικής κατοικίας με κρατική διαχείριση, φορολογικά αντικίνητρα για τη βραχυχρόνια μίσθωση, αξιοποίηση των αποθεματικών του ΟΕΚ και ανασύσταση του δικαιώματος στην κατοικία είναι ο μόνος δρόμος.
Όλα τα άλλα είναι απλώς άλλοθι.
(Η Ιωάννα Λιούτα είναι πολιτική και οικονομική αναλύτρια)