Νέα του Συλλόγου ΠΑΝΣΥΠΟ

Πειθαρχικό Δίκαιο στη Δημόσια Διοίκηση – Η μελέτη του Συλλόγου για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις

Η μελέτη αποκαλύπτει με τεκμηριωμένο και αδιαμφισβήτητο τρόπο ότι το ελληνικό πειθαρχικό δίκαιο παραμένει εγκλωβισμένο σε ένα μοντέλο που δεν έχει θέση σε σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δικαίου. Η πειθαρχική εξουσία παραμένει συγκεντρωμένη σε μονοπρόσωπα όργανα και κομματικά διορισμένες διοικήσεις, με αποτέλεσμα η έρευνα, η κρίση και η επιβολή της ποινής να αποτελούν τμήματα μιας ενιαίας, κλειστής, διοικητικά ελεγχόμενης διαδικασίας. Η πρακτική αυτή έχει οδηγήσει σε εκτεταμένη κακοδιοίκηση, σε συστηματικές καταχρήσεις και σε αποδυνάμωση του ίδιου του πυρήνα της διοικητικής νομιμότητας.

Η πραγματικότητα είναι ότι το υπάρχον σύστημα δεν προστατεύει ούτε το Δημόσιο ούτε τους υπαλλήλους ούτε την κοινωνία. Αντίθετα, λειτουργεί ως μηχανισμός επιβολής πειθαρχίας και σιωπής. Υπάλληλοι που καταγγέλλουν παρατυπίες βρίσκονται υπό δίωξη. Καταγγελίες αξιοποιούνται ως εργαλείο πίεσης, ιδιαίτερα στο πλαίσιο ενός πολιτικού κλίματος όπου οι διοικήσεις έχουν μάθει να κυβερνούν μέσω φόβου. Και ενώ η νομολογία του ΕΔΔΑ ζητά επίμονα ανεξάρτητο, αμερόληπτο και αποτελεσματικό πειθαρχικό έλεγχο, η Ελλάδα επιλέγει να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο νέος Πειθαρχικός Κώδικας του 2025 συγκεντρώνει ακόμη περισσότερο την εξουσία, περιορίζει δραστικά τα συλλογικά όργανα και αναθέτει κρίσιμες αρμοδιότητες αποκλειστικά σε νομικούς του κράτους, χωρίς κοινωνική συμμετοχή, χωρίς εργαζόμενους και χωρίς ανεξάρτητες αρχές.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η μελέτη δεν περιορίζεται στην καταγγελία. Προτείνει ένα συνεκτικό, ρεαλιστικό και απολύτως αναγκαίο νέο θεσμικό πλαίσιο, που περιλαμβάνει τη δημιουργία ενός Μητρώου Ανεξάρτητων Πειθαρχικών Ερευνητών, επιλεγμένων μέσω αξιοκρατικών διαδικασιών, εκπαιδευμένων και υπόλογων σε μια πραγματικά ανεξάρτητη υπηρεσία ακεραιότητας. Η πρόταση δεν αφορά ένα περιθωριακό οργανωτικό μέτρο, αλλά μια συνολική αναδιάταξη της πειθαρχικής αρχιτεκτονικής του κράτους. Η μελέτη προτείνει ένα μοντέλο όπου οι ΕΔΕ θα διεξάγονται από πρόσωπα που δεν συνδέονται ιεραρχικά με την υπόθεση, όπου η ανάθεση θα γίνεται με τυχαίο τρόπο, όπου η έρευνα θα έχει προκαθορισμένα πρότυπα διεξαγωγής και όπου η Διοίκηση δεν θα μπορεί να εξαφανίζει, συγκαλύπτει ή χειραγωγεί στοιχεία. Ένα μοντέλο που ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις διεθνείς πρακτικές, από το ολλανδικό Integrity System έως το σουηδικό μοντέλο Ombudsman.

Παράλληλα, η μελέτη προτείνει τη δημιουργία μιας αυτόνομης Υπηρεσίας Ακεραιότητας, με θεσμική θωράκιση, ανεξάρτητο προϋπολογισμό και αρμοδιότητες εποπτείας επί όλων των πειθαρχικών διαδικασιών. Η Υπηρεσία αυτή θα έχει την ευθύνη επιλογής των ερευνητών, αξιολόγησης του έργου τους, έγκρισης των αποζημιώσεων και διασφάλισης ότι η διοίκηση δεν παρεμβαίνει στη διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτό, η μελέτη προτείνει τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων και του Συνηγόρου του Πολίτη σε όλα τα κρίσιμα στάδια της πειθαρχικής κρίσης, ώστε να διασφαλίζεται ο αναγκαίος πλουραλισμός, η διαφάνεια και η νομιμότητα.

Συνολικά, το νέο προτεινόμενο σύστημα δεν περιορίζεται στο να διορθώσει αδυναμίες, αλλά επιχειρεί να μεταμορφώσει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο το κράτος ελέγχει τον εαυτό του. Στόχος δεν είναι η αθώωση των υπαλλήλων, αλλά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας, της Ευρώπης και των ίδιων των εργαζομένων ότι οι πειθαρχικές διαδικασίες δεν χρησιμοποιούνται ως μηχανισμός πολιτικής πίεσης, εκδίκησης ή συγκάλυψης. Στόχος είναι μια δημόσια διοίκηση που προστατεύει την αλήθεια, όχι την εξουσία· που προστατεύει τον πολίτη, όχι τον διοικητή· που αντιμετωπίζει το πειθαρχικό δίκαιο ως εργαλείο δικαιοσύνης, όχι ως όπλο σιωπής.

Η μελέτη καταλήγει με μια ξεκάθαρη θέση: μόνο ένα σύστημα ανεξαρτησίας, θεσμικών αντιβάρων, αντικειμενικών κριτηρίων και κοινωνικής συμμετοχής μπορεί να αποκαταστήσει το κύρος του ελληνικού Δημοσίου. Η μεταρρύθμιση δεν είναι απλώς επιθυμητή – είναι θεσμικά αναγκαία, νομικά επιβεβλημένη και πολιτικά επείγουσα.